Επιλογή Σελίδας

Καθώς η επίτευξη ανταγωνιστικότητας και ανθεκτικότητας των επιχειρήσεων προϋποθέτει επένδυση σε δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, το σύστημα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ) ανάγεται σε «κλειδί» για τις μεταβάσεις από το σχολείο στην εργασία και από εργασία σε εργασία, τόσο στο περιβάλλον της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης συνολικά.

Είναι ενδεικτικό ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Επαγγελματική Κατάρτιση στην Ευρώπη μετά το 2020 σε γνωμοδότησή της (ΣΕΕΚ 3.12.2018) επισημαίνει τον ρόλο της ΕΕΚ αναφορικά με την παροχή των αναγκαίων δεξιοτήτων, είτε πρόκειται για αναβάθμιση δεξιοτήτων (upskilling) είτε για επανακατάρτιση (reskilling) και εκτιμά ότι η ΕΕΚ συμβάλλει στην αναβάθμιση της προσωπικής ανάπτυξης, αλλά και της ιδιότητας του ενεργού δημοκρατικού πολίτη. Επίσης, η ανάπτυξη της διά βίου μάθησης και ειδικότερα της ΕΕΚ ευνοεί την αποτελεσματική ανταπόκριση του ανθρώπινου δυναμικού στις νέες προκλήσεις που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τη ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι οι σκανδιναβικές χώρες, που αντιλήφθηκαν πρώιμα την ανάγκη για συνεχή αναβάθμιση προσόντων του εργατικού δυναμικού τους αναπτύσσοντας ισχυρά συστήματα ΕΕΚ, αποτελούν σήμερα οδηγό για άλλες χώρες του κόσμου σε αυτό τον τομέα.

Στην Ελλάδα πάντως κυρίαρχη θέση στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατέχουν οι πανελλήνιες εξετάσεις, οι οποίες καθορίζουν σε ποιο πανεπιστήμιο και σε ποιο κλάδο θα σπουδάσει ο κάθε φοιτητής.

O συνολικός αριθμός των υποψηφίων για επιλογή φέτος ανήλθε σε 103.963, ενώ πέρυσι ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 104.780. Λιγότεροι υποψήφιοι, λιγότεροι αριστούχοι και πτώση των βάσεων χαρακτήρισαν τις φετινές εξετάσεις, ενώ συνολικά εισήχθησαν στα Πανεπιστήμια, στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, στην ΑΣΠΑΙΤΕ, στην ΑΣΤΕ, στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές και στις Ακαδημίες της Πυροσβεστικής, του Εμπορικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος 80.696 υποψήφιοι από 77.510 έναν χρόνο πριν.

Εκπαίδευση και αγορά

Αν και αμφισβητείται ο ρόλος της εκπαίδευσης ως προς τον σκοπό της, μέρος του οποίου είναι και η διευκόλυνση των νέων στην εύρεση εργασίας (είναι ανισόμετρη με τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας ενώ η ανεργία είναι υψηλή), εκτιμάται ότι οι επιλογές των μαθητών δεν επηρεάζονται πάντα από το τι συμβαίνει στην αγορά εργασίας, όπως φαίνεται από τις επιλογές τους στα μηχανογραφικά δελτία, αλλά και από το γεγονός ότι στατιστικά αποδεικνύεται ότι για κάθε δέκα θέσεις εργασίας οι πέντε καταλαμβάνονται από πτυχιούχους ΕΕΚ, οι 3-4 από πτυχιούχους ΑΕΙ και 1-2 από κατώτερα στελέχη και ανειδίκευτους εργάτες.

Διαπιστώνεται ότι στη χώρα μας δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς ο διττός στόχος της ΕΕΚ για την προώθηση της κοινωνικής ένταξης και της αριστείας, αλλά και η συμβολή της στην απόκτηση εξειδικευμένων και οριζόντιων δεξιοτήτων σχετικά με την εργασία.

Σε αντίθεση με άλλες μεσογειακές χώρες, το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι σημαντικά προσανατολισμένο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση αντιπροσωπεύει μια λιγότερο ελκυστική επιλογή. Αυτό που συμβαίνει είναι η επαγγελματική εκπαίδευση να υιοθετείται κατά τη διάρκεια της εργασίας. Οι ακαδημαϊκοί τίτλοι εκτιμώνται ιδιαίτερα σε κοινωνικό επίπεδο και προωθούνται ανεξάρτητα από το αν οδηγούν σε θέσεις εργασίας. Επίσης διαπιστώνεται ότι οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αντιμετωπίζουν μερικές από τις προκλήσεις.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσπάθεια της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια για δημιουργία μιας θετικής κουλτούρας για την ΕΕΚ λαμβάνει χώρα σε περίοδο αυστηρών φορολογικών πολιτικών για τη σταδιακή ανάταξη της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη, η έλλειψη κοινωνικής αποδοχής και ελκυστικότητας ως αποτέλεσμα των αντιλήψεων που σχετίζονται με την ασθενέστερη σχολική επίδοση για όσους φοιτούν σε επαγγελματικές σχολές και το χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων έχουν ευνοήσει την τάση η ΕΕΚ να προτιμάται λιγότερο από τους νέους.

Σύμφωνα με τον Cedefop, οι νέοι ηλικίας 16 έως 18 ετών δεν στρέφονται ιδιαίτερα προς την ανώτερη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, παρόλο που μπορεί να τους προσφέρει καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές σε σχέση με τη γενική εκπαίδευση.

Γρήγορη απορρόφηση από την αγορά εργασίας

Σύμφωνα με έρευνα της κοινής γνώμης που διεξήγαγε το Cedefop το 2017 σχετικά με την ΕΕΚ, στοιχεία της οποίας για την Ελλάδα δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, περίπου το 75% των ερωτηθέντων που ακολούθησαν την ΕΕΚ βρήκε την πρώτη του μακροχρόνια θέση εργασίας εντός ενός έτους σε σύγκριση με το 58% εκείνων που ακολούθησαν τη γενική εκπαίδευση.

Παρά την υψηλή ποιότητα -οι εννέα στους 10 Έλληνες που συμμετείχαν στην έρευνα και είχαν ακολουθήσει ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ δήλωσαν απόλυτα ικανοποιημένοι από την ποιότητα της διδασκαλίας που έλαβαν- μόνο 29%, περίπου, των νέων ηλικίας 16 έως 18 ετών ακολουθούν την ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ στην Ελλάδα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που ανέρχεται σε 49%.

Η χαμηλή συμμετοχή εξηγείται, ως έναν βαθμό, από το συμπέρασμα της έρευνας, σύμφωνα με το οποίο το 87% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα θεωρεί ότι η γενική εκπαίδευση έχει πιο θετική εικόνα από την ΕΕΚ. Περισσότεροι από οκτώ στους δέκα ερωτηθέντες θεωρούν επίσης ότι η ΕΕΚ απευθύνεται σε μαθητές με χαμηλούς βαθμούς και ότι η απόκτηση τίτλου ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ είναι ευκολότερη.

Ωστόσο, παρά την αρνητική εικόνα της ΕΕΚ σε σύγκριση με τη γενική εκπαίδευση, πάνω από το ήμισυ (53%) των Ελλήνων που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμά ότι οι απόφοιτοι της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρουν δουλειά μετά το τέλος της φοίτησής τους από ό,τι οι απόφοιτοι της ανώτερης δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Πολλοί μαθητές της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ προτίθενται να αναζητήσουν εργασία μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, ενώ η γενική εκπαίδευση προετοιμάζει τους μαθητές και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό που ίσως προκαλεί έκπληξη είναι ότι το 69% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η ολοκλήρωση των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν βελτίωσε τις πιθανότητές τους για εύρεση εργασίας σε σύγκριση με τους αποφοίτους της ανώτερης δευτεροβάθμιας ΕΕΚ.

Είναι σημαντικό ότι η ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ δεν θεωρείται απλώς μια οδός για την εύρεση οποιασδήποτε θέσης εργασίας. Έξι στους δέκα Έλληνες ερωτηθέντες πιστεύουν ότι μπορεί να οδηγήσει σε καλές θέσεις εργασίας.

Ανάγκη επένδυσης στην ΕΕΚ

Πολλοί θεωρούν ότι η ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ δεν αξιοποιείται επαρκώς για την εύρεση μιας καλής θέσης εργασίας και ότι είναι υποτιμημένη σε σύγκριση με τη γενική εκπαίδευση. Οι αντιλήψεις αυτές όμως φαίνεται να αλλάζουν. Σύμφωνα με την έρευνα του Cedefop, οι μισοί από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει κατά προτεραιότητα στην ΕΕΚ, σε σύγκριση με το ένα τρίτο που θεωρεί ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στη γενική εκπαίδευση.

Σε μια δύσκολη αγορά εργασίας αξίζει να εξεταστεί κατά πόσον η ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ προσφέρει τις κατάλληλες προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης για πολλούς νέους 16 έως 18 χρονών.

Αξίζει να αναφερθεί ότι μεταξύ των Ελλήνων ερωτηθέντων (σε σύνολο 35.000 συμμετεχόντων – ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος Ευρωπαίων από όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.) η πλειοψηφία εκπροσωπήθηκε από τους συμμετέχοντες στη γενική εκπαίδευση (Ελλάδα: 79%, Ε.Ε.-28: 59%), ενώ οι υπόλοιποι προέρχονται από την ΕΕΚ (Ελλάδα: 21%, ΕΕ-28: 40%). Όπως φαίνεται, υπάρχει σημαντική διαφορά στη σύνθεση του ελληνικού δείγματος σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τον τύπο της εκπαίδευσης στην Ελλάδα σε ανώτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο.

ΠΗΓΗ: NAYTEMΠOΡIKH – Σοφία Εμμανουήλ

www.naftemporiki.gr