Ενας Ελληνας ιερέας, ένας Σπαρτιάτης (δεξιά) και ένας Υδραίος (αριστερά). Ο Σπαρτιάτης και ο Υδραίος αντιστοιχούν σε πραγματικά πορτρέτα Ελλήνων προσφύγων στη Ζυρίχη (ζωγραφιά του Ελβετού Γιόχαν Κόνραντ Φόσι, 1796-1870).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΓΚΕΚΟΣ
Η Επιστροφή, Αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα, 1822/1823
εκδ. Καπόν, 2019, σελ. 190
Καθώς πλησιάζει η 200ή επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης, μία συγκινητική και εν πολλοίς άγνωστη ιστορία πατριωτισμού και φιλελληνισμού αναδεικνύει ο Γεώργιος Γκέκος, ομότιμος καθηγητής του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης και ιστοριοδίφης. Το βιβλίο του «Η Επιστροφή» είναι το τελευταίο προϊόν της ενασχόλησής του με την ιστορική έρευνα. Είχαν προηγηθεί η γενική επιμέλεια του βιβλίου «Ελληνες στη Ζυρίχη» και η μονογραφία «Η ελληνική παρουσία στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης».
Τώρα ο συγγραφέας αξιοποιώντας ανέκδοτο αρχειακό υλικό μετά επισταμένη έρευνα στα ελβετικά και γερμανικά αρχεία, αναζητεί τα ίχνη των αγωνιστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη μετά την αποτυχημένη εξέγερση στη Μολδοβλαχία το 1821, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να συνεχίσουν εκεί τον απελευθερωτικό Αγώνα. Με αφετηρία την Οδησσό και τελικό προορισμό τη Μασσαλία, περίπου 1.000 πολεμιστές ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο 1822 την οδύσσεια της επιστροφής ακολουθώντας μια πορεία-εκατόμβη 3.000 χλμ., μέσω Ρωσίας, Πολωνίας, Γερμανίας και Ελβετίας, που είχε σχεδιαστεί υπολογίζοντας την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων
Δυνάμεων της εποχής.
Τελικά 160 επέζησαν από τις κακουχίες και τον Ιανουάριο 1823 έφθασαν ρακένδυτοι στην Ελβετία, όπου αποκλείστηκαν για μερικούς μήνες, αφού η Γαλλία είχε εν τω μεταξύ κλείσει τα σύνορά της. Η υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε σε διάφορα καντόνια ήταν συγκινητική, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελβετία ήταν τότε μία φτωχή χώρα, που είχε υποστεί οικονομική καταστροφή από τον λιμό 1816-1817, δεχόμενη μάλιστα βοήθεια 100.000 ρουβλίων από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, χάρη στη μεσολάβηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Την 11η Μαΐου 1823 η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα επέτρεπε τη διέλευση των προσφύγων προς τη Μασσαλία και το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1823 τρία μπρίκια, ναυλωμένα από φιλελληνικούς συλλόγους, αναχώρησαν για την πολυπόθητη επιστροφή.
Από μαρτυρίες της εποχής, ο συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα των αγωνιστών, τα προβλήματα γλώσσας, τα αισθήματα ευγνωμοσύνης, τον πόθο του νόστου, αλλά και την πρωτόγνωρη συμπόνια και περίθαλψη που γνώρισαν στη φιλόξενη Ελβετία, «όπου πολλά μάτια βούρκωσαν» με τη θλιβερή κατάστασή τους. Στη χώρα των Αλπεων 100 φιλελληνικοί σύλλογοι είχαν ιδρυθεί με το ξέσπασμα της Επανάστασης χάρη στην κινητοποίηση της πνευματικής ελίτ, που βρήκε όμως λαϊκή ανταπόκριση, παρά την επίσημη ουδετερότητα της χώρας και τα διαβήματα της Αυστρίας του Μέτερνιχ. Ο πρώτος φιλελληνικός σύλλογος ιδρύθηκε τον Αύγουστο 1821 στη Βέρνη, για να ακολουθήσουν και άλλοι με σημαντικότερο αυτόν της Ζυρίχης τον Νοέμβριο 1821, που ανέλαβε και τον κεντρικό συντονιστικό ρόλο της περίθαλψης των προσφύγων και της γενικότερης στήριξης του επαναστατικού Αγώνα.
Για το καντόνι της Ζυρίχης μαθαίνουμε ότι δεν υπήρξε γεγονός εξωτερικής πολιτικής, που να προκάλεσε τέτοια κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας όσο η εξέγερση των Ελλήνων. Στα ταμεία του συλλόγου της Ζυρίχης από τον Νοέμβριο 1821 μέχρι τον Φεβρουάριο 1827 εισέρρευσαν 61.474 φιορίνια από εράνους, σωστός άθλος αν αναλογιστεί κανείς τον καταστροφικό λιμό λίγα χρόνια νωρίτερα. «Δεν βρήκαν εδώ απλώς χορηγούς, αλλά ανθρώπους που τους συμπόνεσαν στη δυστυχία, που τους έτυχε. Οταν η προφορική συνεννόηση γινόταν δύσκολη, μάτια και χέρια εκφράζανε τα συναισθήματα συμπάθειας για τους μεν, θλίψης και ευγνωμοσύνης για τους δε», έγραφε ο Μπιούρκλι. Εντονες φυσιογνωμίες «που πολλές εξεφραζαν δύναμη και αντοχή, άλλες καλοσύνη, μερικές αγριάδα και πονηριά» απαθανατίστηκαν σε εντυπωσιακά πορτρέτα που κοσμούν το βιβλίο, όπως και κατάλογοι με τα ονόματα και τους τόπους καταγωγής τους.
«Ησυχοι και εσωστρεφείς»
Θετικές ήταν οι εντυπώσεις που άφησαν οι απρόσκλητοι φυγάδες. Μία εγκύκλιος-απολογισμός του συλλόγου της Ζυρίχης στις 3/6/1823 τους χαρακτηρίζει «ήσυχους και εσωστρεφείς, που δεν λαχταρούν τίποτε περισσότερο από την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού». Δεν έλειψαν όμως και τα παράπονα, όπως για την αδιαφορία τους να αποκτήσουν τεχνική εκπαίδευση, που θεωρούνταν σημαντική για την ανάπτυξη της χώρας, όπως πίστευε και ο Καποδίστριας, όταν επέμενε ότι «από τεχνίτες έχει ανάγκη η Ελλάδα».
Το βιβλίο τελειώνει με την αναχώρηση των αγωνιστών από τη Μασσαλία. Η τύχη τους στην Ελλάδα αγνοείται. Ισως κάποιος άλλος ερευνητής πιάσει το νήμα από εκεί που το αφήνει ο Γ. Γκέκος.
* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας της Ελλάδος στη Γενεύη.