Η πολυγλωσσική βιβλιοθήκη Κυψέλης έχει βιβλία σε διάφορες γλώσσες. Η πόλη αλλάζει, αλλάζουν και οι βιβλιοθήκες της.
Στην οδό Ευβοίας, στην Κυψέλη, αναζητώ τον αριθμό 7. Το google maps χάνεται. Αποφασίζω να το κλείσω, μήπως και φανώ λιγότερο γελοία. Ορίζω τη στάση “Σκύρου” ως ορόσημό μου. Περιφέρομαι λιγάκι ανάμεσα σε φούρνους και πάγκους φρούτων με κρεμασμένες μπανάνες πάνω από πωλητές που καπνίζουν στην είσοδο. Ένας άντρας με σκουλαρίκι στα 60κάτι του κι ένα υπερκινητικό σέτερ στο πλάι του μού δείχνει ποια είναι η οδός Ευβοίας. Στο πεζοδρόμιο γίνονται έργα και αποφεύγω με δυσκολία διάφορες παγίδες και λάκκους. Έχει ήλιο και δροσιά και ευχάριστη κίνηση και μία γυναίκα με προσπερνάει λέγοντας στο παιδί της “πολύ ωραίος χώρος”. Βγήκαν από εκεί όπου πηγαίνω.
Η πολυγλωσσική βιβλιοθήκη Κυψέλης έχει βιβλία σε διάφορες γλώσσες. Μεταχειρισμένα; ρωτάω τους υπεύθυνους που είναι εκεί και παίζουν μ’ έναν σκύλο. Τι πάει να πει μεταχειρισμένα; μού λένε. Το παίρνω σαν “ναι” που, ταυτόχρονα, είναι και λίγο ανακριβές. Πράγματι, τα βιβλία δεν έχουν αφέντη. Οποιοσδήποτε μπορεί να δωρίσει. Οποιοσδήποτε μπορεί να καθίσει στο χώρο της βιβλιοθήκης και να διαβάσει ό,τι του ‘ρθει. Περιηγούμαι. Είναι καθαρά και εύτακτα και φωτεινά και κάπως σαν ανοιχτό σαλόνι, με χαλιά, πολυθρόνες και ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι-πάγκο εργασίας.
Η γλώσσα μπορεί να το κάνει αυτό, να αγνοεί τους φυσικούς περιορισμούς, να μιλάει για τόπους που έχασες ή για μέρη που θέλεις να γίνουν δικά σου.
Σ’ ένα ράφι αναγνωρίζω γερμανικά βιβλία. Σ’ ένα άλλο αγγλικά. “Τι είναι αυτά;” ρωτάω μπροστά από ένα ράφι που μού φαντάζει εξωτικό. “Φαρσί”. Περιεργάζομαι τα βιβλία που για μένα είναι πλέον υλικά αντικείμενα χωρίς περιεχόμενο-δεν ξέρω φαρσί. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πιο ταιριαστό μέρος απ’ την Κυψέλη για μία πολυγλωσσική βιβλιοθήκη. Το μέρος σφύζει από ζωή, γλώσσες, ανθρώπους που έρχονται από χίλιες δυο διαφορετικές μεριές. Το να μιλάς κάθε μέρα μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου είναι περίεργη εμπειρία. Από τη μία ερχόμενος στην Αθήνα πρέπει να μάθεις τα ελληνικά, για να ενταχθείς. Από την άλλη, έχεις ανάγκη να μιλάς και τη μητρική ή να διαβάζεις σ’ αυτήν, για να συνδέεσαι με τις ρίζες και να νιώθεις οικεία στον νέο τόπο. Ίσως η ανάγκη αυτή να είναι εντονότερη για παιδιά και νέους ή για ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από τη χώρα τους, και εν μέρει κι απ’ τη γλώσσα τους, απότομα για λόγους εκτός του ελέγχου τους. Κι ενώ δε γίνεται να βρίσκεσαι και στην Κυψέλη και στο χωριό σου στη Συρία, γίνεται να τσαλαβουτάς, την ίδια μέρα, μέσα σε λέξεις κι απ’ τους δυο τόπους. Η γλώσσα μπορεί να το κάνει αυτό, να αγνοεί τους φυσικούς περιορισμούς, να μιλάει για τόπους που έχασες ή για μέρη που θέλεις να γίνουν δικά σου. Είναι υπερβολικά ρομαντικό να πιστέψουμε ότι ένα βιβλίο μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ασφάλειας; Δεν έχουμε πολλές επιλογές, ας πούμε ότι μπορεί.
Οι άνθρωποι που μετακινούνται περνάνε και μέσα από γλώσσες. Μαθαίνουν λέξεις ζώντας στο νέο τόπο, μέσα στη γλώσσα, και προσπαθώντας να ενταχθούν καλά. Γι αυτό συχνά μιλάνε με τρόπο συναρπαστικό τις γλώσσες που οικειοποιούνται. Βρίσκουν συνδυασμούς λέξεων που μπορεί να ακούγονται ή και να μην ακούγονται φυσικοί. Ανυπομονώ για το μεγάλωμα των παιδιών που έρχονται στην Ελλάδα τώρα, ειδικά των προσφύγων. Όταν κάποια απ’ αυτά θ’ αρχίσουν να γράφουν λογοτεχνία, δοκίμια, τραγούδια, θα γίνουμε πλουσιότεροι.
Η εμπειρία της αναζήτησης μιας καλύτερης τύχης μέσα σε μια άλλη γλώσσα δεν είναι πια σε κανέναν ανοίκεια. Κάτοικοι πολλών γλωσσών και επισκέπτες σε διάφορες κουλτούρες είμαστε πλέον, λίγο πολύ, όλοι μας. Αυτή τη μίξη ελευθερίας, προοπτικής, μπερδέματος και άγχους την έχουμε νιώσει. Αλλά πάντα υπάρχει μια ιδιαίτερη αίσθηση όταν επιστρέφεις στη γλώσσα σου. Είσαι ο ίδιος εαυτός, αλλά είσαι και ένας άλλος. Πόσο έντονη εμπειρία μπορεί να είναι για έναν άνθρωπο που έφτασε στην Κυψέλη από πολύ μακριά, φεύγοντας από φτώχεια, πόλεμο ή εχθροπραξίες, να βρει στην οδό Ευβοίας έναν τίτλο γραμμένο στη γλώσσα που μίλαγε ως παιδί; Και πόσο σημαντικό μπορεί να είναι για τα μικρά ελληνάκια που οι γονείς τους ήρθαν απ’ αλλού να βρίσκουν κάπου βιβλία στη γλώσσα των γονιών τους; Έτσι, χάρηκα βλέποντας τον Μικρό πρίγκιπα στα αλβανικά και τη σειρά Μικροί κύριοι και Μικρές κυρίες στα φαρσί. Οι στρογγυλοί κύριοι με τα μικροσκοπικά πόδια, με μάθανε και ‘μένα να συλλαβίζω. Ίσως μια βιβλιοθήκη μας μάθει ότι υπάρχει τρόπος να μην είμαστε τερατώδεις προς όσους έρχονται στη χώρα μας;
Αμφιβάλλω. Η βιβλιοθήκη απλώς μού χαρίζει ένα στιγμιαίο καταφύγιο απ’ την κακότητά μας. Μάλλον εμπίπτει κι αυτό στους σκοπούς της: να φτιάχνει έναν τόπο όπου δεν παίζει ρόλο αν ήρθες απ΄το Παγκράτι ή απ’ το Πακιστάν. Σκέφτομαι έναν άνθρωπο που έχει έρθει στην Κυψέλη να βρει μια γλώσσα που την ξέρει αλλά λίγο λίγο την ξεχνά. Μου ‘ρχεται στο μυαλό το διήγημα Γεια χαρά της Berlin (απ’ τη συλλογή Οδηγίες για οικιακές βοηθούς, εκδόσεις Στερέωμα). Η αφηγήτρια ζει στο Μεξικό, τα ισπανικά δεν είναι μητρική της. «Ασφαλώς έχω έναν εαυτό εδώ, καινούργια οικογένεια, καινούργιες γάτες, καινούργια αστεία. Ωστόσο εξακολουθώ να προσπαθώ να θυμηθώ ποια ήμουν στα αγγλικά».
Πηγή: lifo – ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ