Επιλογή Σελίδας

Το άρθρο 50 του νομοσχεδίου που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Παιδείας και αναμένεται να ψηφιστεί τις επόμενες εβδομάδες αποτελεί έκπληξη. Η έκπληξη συνίσταται στο ότι το συγκεκριμένο άρθρο, επανακαθορίζοντας στην ουσία τα προσόντα του προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χαλαρώνει τα σχετικά κριτήρια και πλήττει την αξιοκρατία.

Το εν λόγω άρθρο αποτελεί τροποποίηση διάταξης προηγουμένου νόμου, η οποία προέβλεπε ρητώς ότι «τα πτυχία που χορηγούνται από εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής γίνονται δεκτά [ενν. για πρόσληψη εκπαιδευτικών και διορισμό] αποκλειστικά, εφόσον έχουν αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ» (βλ. παρ. 5, άρθρο 54 του νόμου 4589/19). Σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη, τα πτυχία που χορηγούνται από εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής γίνονται δεκτά πλέον όχι μόνον όταν έχουν αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ, αλλά και εφόσον έχουν «απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων… ή απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναφή τίτλο σπουδών για κλάδο εκπαιδευτικού» (βλ. άρθρο 50 του σχεδίου νόμου). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν να διορίζονται στα δημόσια σχολεία, είτε ως μόνιμοι δάσκαλοι και καθηγητές είτε ως αναπληρωτές, απόφοιτοι πανεπιστημίων της αλλοδαπής και ιδιωτικών κολεγίων της ημεδαπής (που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού), αφού αποκτήσουν απλώς την επαγγελματική ισοδυναμία!


ΕΛΛΑΔΑ
 16.01.2020 : 10:13

Διορισμός στην εκπαίδευση με επαγγελματική ισοδυναμία

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΔΗΜΑΣ*

Το άρθρο 50 του νομοσχεδίου που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Παιδείας και αναμένεται να ψηφιστεί τις επόμενες εβδομάδες αποτελεί έκπληξη. Η έκπληξη συνίσταται στο ότι το συγκεκριμένο άρθρο, επανακαθορίζοντας στην ουσία τα προσόντα του προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χαλαρώνει τα σχετικά κριτήρια και πλήττει την αξιοκρατία.

Το εν λόγω άρθρο αποτελεί τροποποίηση διάταξης προηγουμένου νόμου, η οποία προέβλεπε ρητώς ότι «τα πτυχία που χορηγούνται από εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής γίνονται δεκτά [ενν. για πρόσληψη εκπαιδευτικών και διορισμό] αποκλειστικά, εφόσον έχουν αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ» (βλ. παρ. 5, άρθρο 54 του νόμου 4589/19). Σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη, τα πτυχία που χορηγούνται από εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής γίνονται δεκτά πλέον όχι μόνον όταν έχουν αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας από τον ΔΟΑΤΑΠ, αλλά και εφόσον έχουν «απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων… ή απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συναφή τίτλο σπουδών για κλάδο εκπαιδευτικού» (βλ. άρθρο 50 του σχεδίου νόμου). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν να διορίζονται στα δημόσια σχολεία, είτε ως μόνιμοι δάσκαλοι και καθηγητές είτε ως αναπληρωτές, απόφοιτοι πανεπιστημίων της αλλοδαπής και ιδιωτικών κολεγίων της ημεδαπής (που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού), αφού αποκτήσουν απλώς την επαγγελματική ισοδυναμία!Remaining Time-0:20FullscreenUnmute

Επειδή η διάταξη αφορά την εκπαίδευση, το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ιδιαίτερα σοβαρό και, δυστυχώς, έχει πολλές πτυχές:

1. Είναι κοινό μυστικό (α) ότι τα κολέγια δεν ακολουθούν τις υψηλές ακαδημαϊκές προδιαγραφές επιλογής προσωπικού και παροχής διδακτικού και ερευνητικού έργου που ακολουθούν τα ΑΕΙ της χώρας, (β) ότι οι κατά τεκμήριο περισσότερο άξιοι και εργατικοί μαθητές εισάγονται μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων στα δημόσια ΑΕΙ της χώρας και (γ) ότι δεν υπάρχει έλεγχος της πολιτείας στον κλάδο των κολεγίων. Οι παράγοντες αυτοί, αρνητικοί για τα κολέγια και θετικοί για τα ΑΕΙ, δημιουργούν μόνο στα δεύτερα συνθήκες κατάλληλες για προσφορά υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκής παιδείας, πολύπλευρης καλλιέργειας και αποτελεσματικής επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι των ΑΕΙ της χώρας, λοιπόν, διαθέτουν και τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά προσόντα για να διοριστούν στην εκπαίδευση. Με ποια λογική θα πρέπει να υποβαθμίζονται τα πτυχία τους και να θεωρούνται ισάξια εκείνων που έχουν μόνο τυπική αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας – και μάλιστα όταν δεν πρόκειται για οποιοδήποτε επάγγελμα, αλλά για το λειτούργημα του εκπαιδευτικού;

2. Η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ένας πολύ ιδιαίτερος και δύσκολος χώρος, ο οποίος έχει ταλαιπωρηθεί κατά καιρούς από τις «φιλόδοξες» παρεμβάσεις πολλών υπουργών. Η σημερινή ηγεσία πρέπει να αναστρέψει την κατάσταση. Το γνωστό σε όλους εκπαιδευτικό θαύμα της Φινλανδίας στηρίχτηκε στο υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικό προσωπικό των δημόσιων σχολείων της. Το δίδαγμα είναι ότι η πολιτεία πρέπει να αναζητήσει και να προσλάβει στη δημόσια εκπαίδευση τους καλύτερους. Το προς ψήφιση άρθρο που συζητάμε εδώ, όμως, δίνει το αντίθετο μήνυμα στην κοινωνία, στην εκπαίδευση και στους λειτουργούς της. Πρόκειται για μια «εξίσωση» προς τα κάτω, καθώς δημιουργεί μια κατηγορία για όλους, ανεξάρτητα από το επίπεδο των προσόντων, εις βάρος της αξιοκρατίας.

3. Το επιχείρημα ότι ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ θα εξασφαλίσει την πρόσληψη των καλύτερων και ότι η διάταξη του νόμου δεν διορίζει, αλλά απλά δίνει το δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό, δεν έχει πρακτική σημασία. Πρώτον, γιατί η διάταξη καθορίζει το επίπεδο των προσόντων και αυτό είναι ήδη ένα επιπλέον πλήγμα στην εκπαίδευση και, δεύτερον, γιατί ο ρόλος του ΑΣΕΠ στους διορισμούς και η ίδια η ύπαρξή του μπορούν ανά πάσα στιγμή και για διάφορους λόγους να αναθεωρηθούν. Οτι το προς ψήφιση άρθρο προτείνει εκπτώσεις στα υπάρχοντα κριτήρια αναγνωρίζεται και από τους συντάκτες του οι οποίοι, εν γνώσει προφανώς τού τι πράττουν, αντικατέστησαν τη φράση «διακρίβωση των υψηλών προσόντων» του προηγούμενου νόμου με τη φράση «διακρίβωση των προσόντων»! Δεν μένει παρά να παρέμβει η ηγεσία του υπουργείου και να προστατεύσει το κύρος της εκπαίδευσης και την αξιοκρατία.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΔΗΜΑΣ