Επιλογή Σελίδας

Η προοπτική της επετείου των 200 χρόνων της Επανάστασης του 1821 έχει κινητοποιήσει εδώ και καιρό τα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, κάποια από τα οποία προχώρησαν ήδη στην παρουσίαση ειδικών εκδοτικών σειρών, στις οποίες περιλαμβάνονται αξιόλογες μελέτες. Παρά ταύτα, οι έως τώρα πρόσφατες εκδόσεις παραμένουν ευάριθμες, ενώ ανάμεσά τους σημαντική θέση κατέχουν οι επανεκδόσεις απομνημονευμάτων και μαρτυριών, κάποτε με συστηματικό και αξιόλογο σχολιασμό και υπομνηματισμό. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει, μέχρις στιγμής, και στον χώρο της δημόσιας ιστορίας, όπως δείχνει η προαναγγελθείσα σειρά απομνημονευμάτων της εφημερίδας Καθημερινή. Πρόκειται για μια επιλογή που κινδυνεύει να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά για το ευρύ κοινό, αν δεν συνοδευτεί από στιβαρή ιστορική πλαισίωση, καθώς πρόκειται για κείμενα υπονομευμένα από αλλότριες επιδιώξεις, αυτοδικαίωσης ή αυτοδικαιολόγησης, καθώς και μεταγενέστερες πολιτικές στοχεύσεις. Σε αυτό το τοπίο ηχηρή είναι η απουσία των μεγάλων εκδοτικών οίκων, που μάλλον εξοικονομούν δυνάμεις για το επερχόμενο επετειακό έτος· το πεδίο μένει έτσι ελεύθερο για τους μικρότερους αλλά τολμηρούς εκδότες, στους οποίους οφείλουμε και τις σημαντικότερες από τις μελέτες που παρουσιάζουμε στη συνέχεια.  

ΜΕΛΕΤΕΣ

C. M. Woodhouse1821: Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας, Παπαδόπουλος

Έπειτα από 40 χρόνια επανεκδίδεται, σε καινούργια μετάφραση (Γ. Καράμπελας), η σύντομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης που συνέγραψε το 1952 για το αγγλόφωνο κοινό ο Κρις Γουντχάουζ, ο επικεφαλής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στα ελληνικά βουνά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με κλασική παιδεία και γνώση της ελληνικής γλώσσας και πραγματικότητας, προχωρεί σε μια περιεκτική αφήγηση της ιστορίας του Πολέμου της Ανεξαρτησίας (όρος ακριβής μεν, αλλά και περιοριστικός, σε σχέση με το εύρος των ανατροπών που πυροδότησε η Ελληνική Επανάσταση) τρία μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου. Χρησιμοποιώντας περιορισμένη δευτερογενή βιβλιογραφία, συνθέτει μια επίτομη ιστορία, που εκτείνεται από τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, περνά από το πρώτο έτος της Επανάστασης, διαπλέει τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις των πολεμικών χρόνων μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (αφιερώνοντας, όχι τυχαία, μόλις δέκα σελίδες στις εμφύλιες συγκρούσεις του 1823-24), για να ολοκληρώσει την αφήγησή του με τα χρόνια της στερέωσης της ανεξαρτησίας, 1827-1832 –αν και θεωρεί πως αυτό συνέβη, στην πραγματικότητα, μόλις το 1864, με την έλευση του Γεωργίου Α’. Τη μελέτη αυτή θα ακολουθήσουν μια σειρά ειδικότερες πραγματεύσεις του, όπως Η ναυμαχία του Ναβαρίνου, 1965 (Καστανιώτης 2016), Οι Φιλέλληνες (1969), Καποδίστριας, ο θεμελιωτής της ελληνικής ανεξαρτησίας (1973) και Ρήγας Βελεστινλής, ο πρωτομάρτυρας της ελληνικής επανάστασης, 1995 (Παπαδήμας, 1997).

Βασίλης ΠαναγιωτόπουλοςΚωνσταντίνος Καντιώτης, Κερκυραίος. Ελάσσων Φιλικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, ΕΙΕ/ΙΙΕ

Με μια από τις σημαντικότερες ιστοριογραφικές προκλήσεις, τη σιωπή των πηγών, αναμετριέται ο γεραρός ιστορικός στην πρωτότυπη αυτή μονογραφία, με την οποία εγκαινιάζεται η σημαντική εκδοτική σειρά «Ιστορική Βιβλιοθήκη 1821» του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ. Πρόκειται για την απώθηση στη λήθη των φιλικών και της Φιλικής Εταιρείας, τόσο των πρωταγωνιστών όσο και, κυρίως, των «αφανών», εκείνων που πήραν μέρος στα συνωμοτικά δίκτυά της αλλά βγήκαν νωρίς από το κάδρο, χωρίς να ενταχθούν στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης. Η απώθησή τους στη σκιά, σύμφωνα με τον ιστορικό, οφείλεται στην αυτολογοκρισία των εξεγερμένων, η οποία απέβλεπε στην απόκρυψη του συνωμοτικού χαρακτήρα της εξέγερσης, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για τη διεθνή αναγνώριση των επαναστατών στο πλαίσιο της μεταναπολεόντειας Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος Καντιώτης, τα ίχνη του οποίου αναζητά ο συγγραφέας σε κειμενικά τεκμήρια τρίτων –αφού ο ίδιος δεν κατέλειπε προσωπικό αρχείο– γεννήθηκε στην Κέρκυρα, σπούδασε στην Πάδοβα, παντρεύτηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1820 και πέθανε γύρω στα 1840. Υπήρξε «αρχιοικονόμος» του Καποδίστρια, πρώιμος Φιλικός, αγωνιστής κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος ιχνηλατεί τις σχέσεις, τα ταξίδια και τις κινήσεις του στην Κέρκυρα, την Τεργέστη, τη Βιέννη, το Κισνόβι, την Κωνσταντινούπολη και την Πετρούπολη. Συγκεντρώνοντας διάσπαρτες μαρτυρίες, συγκροτεί το δίκτυο των σχέσεών του με σημαντικά ονόματα της περιόδου και του κύκλου του, τον Αλέξανδρο και τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον πρίγκηπα Αλέξανδρο Καντακουζηνό ή τον γυναικαδελφό του Εμμανουήλ Ξάνθο.

Γιώργος ΚαραμπελιάςΦιλική Εταιρεία: Ήταν ώριμη η Επανάσταση;, Εναλλακτικές Εκδόσεις

Με διακηρυγμένο στόχο να διερευνήσει «την ωριμότητα και την επικαιρότητα του επαναστατικού διαβήματος του ’21», ο συγγραφέας εξετάζει την συνωμοτική οργάνωση που επιδίωξε και πέτυχε να πυροδοτήσει την Επανάσταση: την Φιλική Εταιρεία. Βασισμένος σε δευτερογενείς κυρίως πηγές, εξετάζει, αφενός, τις ποικίλες «επαναστατικές απόπειρες» που σημειώνονται κατά τους μακρούς αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, θεωρώντας, μάλλον τελεολογικά, πως «καταλήγουν» στην Εταιρεία και την επανάσταση· αφετέρου, παρουσιάζει την οργάνωση της Φιλικής, τον αρχικό πυρήνα και τα μέλη της, την κοινωνική και γεωγραφική τους προέλευση, επισημαίνοντας ιδιαίτερα τις διαφορετικές τάσεις της, που αντιμετωπίζει ως «έκφραση και αντανάκλαση» της κοινωνικής συγκρότησης του υπόδουλου ελληνισμού. Τέλος, επιχειρεί να απαντήσει στο κεντρικό ερώτημα της μελέτης, σχετικά με τη βασιμότητα του επαναστατικού εγχειρήματος. Στον τόμο παρατίθενται σε παράρτημα μερικά από τα σημαντικότερα τεκμήρια της προετοιμασίας του Αγώνα από τους φιλικούς, όπως τα τρία «σχέδια» για τους στόχους και τον προγραμματισμό του επαναστατικού εγχειρήματος, διακηρύξεις και προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη κ.λπ. Η πραγμάτευση εκτείνεται χρονικά μέχρι το ξέσπασμα της Επανάστασης, χωρίς να εξετάζονται οι τύχες της Φιλικής Εταιρείας κατά τη διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας –όπου οι επαναστάτες επιχειρούσαν να αποσιωπήσουν κάθε τι που μπορούσε να θυμίζει «καρμποναρισμό»– ούτε και μετεπαναστατικά, όταν η αμφίθυμη στάση απέναντί της θα επιτείνει το μυστήριο γύρω από τα μέλη και τη συγκρότησή της, μετατρέποντάς την συχνά σε ιστοριογραφικό γρίφο…

Γεώργιος ΓκέκοςΗ επιστροφή. Αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα 1822/1823, Καπόν

Τη μοίρα των ηττημένων του Δραγατσανίου, των πρώτων πολιτικών προσφύγων της Επανάστασης του ’21, εξετάζει στην ανά χείρας έρευνά του ο καθηγητής κβαντικής ηλεκτρονικής και ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Γκέκος. Η αποτυχημένη επαναστατική απόπειρα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατέχει μια μάλλον παραγνωρισμένη θέση στην ιστοριογραφία της Ελληνικής Επανάστασης. Η κατοπινή πορεία των ηττημένων αγωνιστών δε, παραμένει εν πολλοίς μια άγραφη σελίδα στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία. Ερευνώντας ελβετικά, γερμανικά και άλλα αρχεία, ο συγγραφέας της ανά χείρας μελέτης επιχειρεί την ανασύσταση της βασανιστικής και μακρόχρονης πορείας τους προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Αρχικά, οι περισσότεροι κατέφυγαν στην Οδησσό και από εκεί, το φθινόπωρο του 1822, περί τους 1.000-1.500 ξεκίνησαν μια δραματική πορεία μέσω της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης με στόχο το λιμάνι της Μασσαλίας. Η πορεία τους θα διακοπεί στην Ελβετία, όπου καθηλώνονται για μήνες εξαιτίας της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Ρακένδυτοι και πεινασμένοι, θα βρουν συμπαράσταση και φιλοξενία από τους φιλελληνικούς συλλόγους στα διάφορα καντόνια, που κινητοποιούν τους πολίτες, την Εκκλησία, τον Τύπο. Μελετώντας δημοσιεύματα της εποχής, ο συγγραφέας ανασυνθέτει την καθημερινότητα των προσφύγων, θησαυρίζοντας ιστορίες και ονόματα των φυγάδων, ενώ παραθέτει και αφηγήσεις των ίδιων των αγωνιστών, που παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά. Η αναγκαστική προσφυγιά θα πάρει τέλος το 1823, όταν η Γαλλία τούς ανοίγει τα σύνορά της και καταφέρνουν, έχοντας διασχίσει 3.000 χιλιόμετρα, να επιβιβαστούν, μόλις 158 από αυτούς, σε τρία καράβια με προορισμό την Ελλάδα.

Σοφία Λαΐου – Μαρίνος ΣαρηγιάννηςΟθωμανικές αφηγήσεις για την ελληνική επανάσταση, ΕΙΕ/ΙΙΕ

Πώς «διάβασε» την Ελληνική Επανάσταση η Οθωμανική Αυτοκρατορία; Για πολλά χρόνια, στην ακαδημαϊκή συζήτηση η πλευρά αυτή καλυπτόταν από μια ηχηρή σιωπή, μολονότι το κενό στην ελληνόγλωσση ιστοριογραφία είχε επισημανθεί τα τελευταία χρόνια και, μέσω της ανάπτυξης των οθωμανικών σπουδών και στη χώρα μας, άρχισαν να μπαίνουν οι βάσεις για να καλυφθεί. Στον ανά χείρας τόμο, οι δύο ιστορικοί παρουσιάζουν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο την πρόσληψη της Επανάστασης από την οθωμανική πολιτική ελίτ. Αρχικά, παρουσιάζεται η εξέλιξη της οθωμανικής πολιτικής σκέψης από τον 16ο έως τον 19ο αι. και η διαμόρφωση των όρων μέσω των οποίων ερμηνεύθηκε η επανάσταση ως «ανταρσία». Στη συνέχεια, μελετούν την ερμηνεία των γεγονότων της Επανάστασης από τους ιστοριογράφους της Υψηλής Πύλης (Σανί-ζαντέ, Εσάτ και Μπαχίρ εφέντη, Τζεβντέτ πασά), αναδεικνύοντας την επίδραση της Ελληνικής Επανάστασης στην οθωμανική πολιτική ορολογία και σκέψη. Παράλληλα με τα οθωμανικά ιστοριογραφικά κείμενα, παρουσιάζεται και αναλύεται η ανέκδοτη μαρτυρία του Μοραβή Γιουσούφ μπέη, αξιωματούχου της Υψηλής Πύλης και αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων στην Πελοπόννησο, που βρέθηκε πολιορκημένος στο Ναύπλιο από την έναρξη των συγκρούσεων μέχρι και τον Νοέμβριο του 1822. Στη σπάνια αυτή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η αμεσότητα και οι συναισθηματικές εξάρσεις συνυπάρχουν με την αίσθηση της πολιτικής ανωτερότητας ενός οθωμανού αξιωματούχου, ενώ η αυτοκρατορική πολιτική συνείδηση έρχεται αντιμέτωπη με την αναδυόμενη εθνική ιδεολογία.

Αντώνης ΔιακάκηςΤο Μεσολόγγι το 1821, Ασίνη

Μολονότι το κύριο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων της Επανάστασης υπήρξε η Πελοπόννησος, κανένας άλλος τόπος δεν κατέχει τόσο εμβληματική θέση στη μνήμη για το 1821 –ήδη την επαύριο της λήξης των επιχειρήσεων– όσο το Μεσολόγγι. Πόλη στρατηγικής σημασίας, καθώς λόγω της θέσης της επέτρεπε τον έλεγχο των γραμμών επικοινωνίας με την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, αλλά και με τη ρουμελιώτικη ενδοχώρα, η πολιορκία της επί ένα έτος, η έσχατη λιμοκτονία των κατοίκων της και η ηρωική τελική τους έξοδος την ανέδειξαν στο κατεξοχήν σύμβολο του Αγώνα. Στην παρούσα μονογραφία επιχειρείται μία σφαιρική μελέτη της πόλης και της μικροκοινωνίας των κατοίκων και των υπερασπιστών της καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο συγγραφέας αναλύει τις ποικίλες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που γνώρισε μέσα στην πολεμική δεκαετία: τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα, τη δράση διάφορων κοινωνικών ομάδων, τον αντίκτυπο των εμφύλιων συγκρούσεων. Αφού σκιαγραφείται το προεπαναστατικό Μεσολόγγι και η ενδοχώρα του, καθώς και οι πολεμικές εξελίξεις που ακολούθησαν, έμφαση δίνεται στη δεύτερη πολιορκία της πόλης, στον πόλεμο και την οργάνωση της άμυνας, στον λιμό και τις συνέπειές του, στο ζήτημα του εφοδιασμού της και στις εσωτερικές συγκρούσεις που πυροδότησε ο διαρκώς μειούμενος επισιτισμός. Ο ιστορικός δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη μελέτη του στην καθημερινή ζωή κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου, αναλύοντας πτυχές όπως η κατοικία, ο βιοπορισμός, οι ασχολίες, τα έθιμα και οι θρησκευτικές αντιλήψεις, η διαφοροποίηση στους ρόλους ανδρών, γυναικών και παιδιών, η οργάνωση και η λειτουργία θεσμών και υπηρεσιών, η εκπαίδευση, ο Τύπος, η δικαιοσύνη και η περίθαλψη κ.ά., ενώ εξετάζεται, σε αδρές γραμμές, και το στρατόπεδο των πολιορκητών, συχνά όμοιο με εκείνο των αντιπάλων του. Χάρη στο θεματολογικό εύρος της και τον γεωγραφικό εντοπισμό της, η μελέτη του Α. Διακάκη αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πρόσφατες συμβολές στην ιστορική έρευνα για την επαναστατική δεκαετία  που διαμόρφωσε το νεοελληνικό κράτος.

Βασίλης ΓούναρηςΔεν είν’ ο περσινός καιρός… Έλληνες κλεφταρματολοί και αλβανοί στασιαστές (1829-1831), ΕΙΕ/ΙΙΕ

Χρησιμοποιώντας ως τίτλο έναν κοινό τόπο του δημοτικού τραγουδιού («δεν είν’ ο περσινός καιρός να κάνη όπως θέλει»), που σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα περίοδο, με νέα δεδομένα για τους εκάστοτε πρωταγωνιστές, ο συγγραφέας διερευνά τις τύχες των ελλήνων και αλβανών ενόπλων, πρώην αντιπάλων, μετά το τέλος του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας και τη χάραξη των συνόρων του νέου κράτους. Επίκεντρο της μελέτης αποτελεί η ακόμη ρευστή μεθόριος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία –η οποία μετατέθηκε τρεις φορές κατά την περίοδο 1829-1831, μέχρις ότου οριστικοποιηθεί στο διπλωματικό τραπέζι– στην περιοχή της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και των Αγράφων. Στο πλαίσιο που δημιουργούσε η καταστολή από τις οθωμανικές δυνάμεις της αλβανικής εξέγερσης των «αληπασαλήδων» και η ταυτόχρονη καταδίωξη των ελλήνων κλεφτών και αρματολών στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, οι ένοπλοι της περιοχής αυτής περιήλθαν σε δεινή θέση, με αποτέλεσμα την κοινή τους αντίδραση, προκειμένου να διαπραγματευτούν σκληρά τη θέση τους –κάτι που σήμαινε στάση και εμφύλιες συγκρούσεις. Οι εξουσίες απέναντι στις οποίες εξεγείρονταν, ο Καποδίστριας και ο Κιουταχής, ήταν αποφασισμένες να διατηρήσουν το κύρος τους και να εξασφαλίσουν τις επαρχίες που κινδύνευαν να χάσουν. Σε αυτή τη σύγκρουση που πυροδότησε ο, άτυπος ακόμη, σχηματισμός της μεθορίου ανάγκασε τελικά τις δύο πλευρές, πολεμιστές και πολιτικούς, να μεταβάλουν τις τακτικές τους και να αναθεωρήσουν τις συμμαχίες τους.

Ελισσάβετ ΤσακανίκαΑγωνιστές του ’21 μετά την Επανάσταση, Ασίνη

Τι απέγιναν οι αγωνιστές του ’21 μετά την Επανάσταση; Ή μάλλον, τι υπήρξε η Επανάσταση μετά την Επανάσταση; Από τα πρώτα οθωνικά χρόνια, η Επανάσταση μετατρέπεται σε μέτρο αξιολόγησης του εθνικού κράτους και η συμμετοχή σε αυτήν μέτρο θεμελίωσης ποικίλων αξιώσεων έναντι των νεωτερικών θεσμών, από τη διεκδίκηση συντάγματος και τα αλυτρωτικά αιτήματα μέχρι την υπεράσπιση της ορθοδοξίας. Μετατρέπεται έτσι σε ένα σημαίνον με πολλά σημαινόμενα, που μπορούσε να νοηματοδοτείται κατά το δοκούν. Οι συμμετέχοντες στην Επανάσταση διεκδικούν τη θέση τους στην ιστορία, διαγκωνίζονται με τους «ετερόχθονες» που δεν συμμετείχαν ενεργά σε αυτήν και επιζητούν την αποκατάστασή τους από το κράτος, σε αντιπαράθεση με τις παλιές ελίτ, επιδεικνύοντας ετοιμότητα για καταφυγή στη διαπραγματευτική ισχύ των όπλων. Η επαναστατική νοοτροπία αποτελεί πλέον μέρος του διανοητικού κόσμου των ανθρώπων της εποχής και το 1821 λειτουργεί ως γενέθλιος τόπος τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργείται η έννοια του «αγωνιστή», τιμητικός τίτλος και μήλο της έριδος ταυτόχρονα, μια διαδικασία την οποία διερευνά στην παρούσα μελέτη της η συγγραφέας, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωνικής βασιλείας. Εκκινώντας από το ζήτημα της διάλυσης των σωμάτων ατάκτων και τον διάλογο γύρω από αυτήν, μελετά τη δίκη του Κολοκοτρώνη ως παραδειγματική για τις σχέσεις εθνικού κράτους και αγωνιστών, αλλά και για τα όριά τους. Το ζήτημα της διαχείρισης της δημόσιας εικόνας των αγωνιστών, της ιεράρχησής τους και της πρόσβασης στα δημόσια αξιώματα, καθώς και οι αξίες και οι διεκδικήσεις τους διερευνώνται εκτενώς, προκειμένου να αναδειχθούν οι ιδεολογικές και πολιτικές παράμετροι της διαμόρφωσης του ιδεότυπου του αγωνιστή και των τρόπων με τους οποίους συνέβαλε στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

Λίνα ΛούβηΗ Ευρώπη των Ελλήνων, Αλεξάνδρεια

Επικράτεια των «Φώτων» που πρέπει να «μετακενωθούν» στην υπόδουλη Ελλάδα για τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επικράτεια χριστιανική στης οποίας τη συνδρομή προσβλέπουν οι επαναστάτες του ’21 για την αποτίναξη του ζυγού της «βαρβαρότητας», χώρος αναφοράς για τον φιλελεύθερο συνταγματισμό των πρώτων πολιτικών εγχειρημάτων του Αγώνα, η Ευρώπη υπήρξε ταυτόχρονα πρότυπο, απειλή και προστάτιδα για τους κατοίκους του νεαρού βασιλείου κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Στην ανά χείρας μελέτη, η συγγραφέας διερευνά την πρόσληψη της Ευρώπης από τους Έλληνες κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα έως και τον Κριμαϊκό Πόλεμο, αναζητώντας τις προσδοκίες, τις πικρίες και τις διαψεύσεις τους. Ειδικότερα, εξετάζει τις διαφορετικές αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν για τη στάση των τριών προστάτιδων δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, μέσα από τις εφημερίδες που εξέφραζαν τις απόψεις των τριών «ξενικών» κομμάτων, αντίστοιχα, πάνω στα τρία μείζονα ζητήματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και την πολιτική ζωή της χώρας: το συνταγματικό, το θρησκευτικό και το αλυτρωτικό. Η διερεύνηση της στάσης απέναντι στην Ευρώπη ολοκληρώνεται με τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν το διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικοδιπλωματικό πλαίσιο είχε διαμορφώσει μια εντελώς νέα πραγματικότητα στις σχέσεις της Ελλάδας με τις προστάτιδες δυνάμεις: ο φιλλελληνισμός ανήκε πλέον στο παρελθόν· η ένοπλη επέμβαση των αγγλογαλλικών δυνάμεων στην Αθήνα και τον Πειραιά είχε διαλύσει ό,τι απέμενε από τον μύθο της ευρωπαϊκής προστασίας, όπως και τα αντίστοιχα κόμματα· οι περιορισμένες ελευθερίες που προβλέπονταν με το Σύνταγμα του 1843 και υποστηρίχθηκαν από τις δυνάμεις σήμαιναν πως η Ευρώπη δεν αποτελούσε πλέον προστασία απέναντι στις αυθαιρεσίες των κρατούντων…

Λύντια ΤρίχαΣπυρίδων, ο άλλος Τρικούπης, Πόλις

Η ιστορία μιας εποχής είναι αδιαχώριστη από την ιστορία των ιστορικών της. Έτσι, στο πλαίσιο της πρόσφατης ιστοριογραφίας της Επανάστασης, η βραβευμένη βιογραφία του Σπυρίδωνος Τρικούπη (1788-1873), συγγραφέα της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως (1857), όχι απλώς κατέχει δικαιωματικά θέση αλλά και αναπτερώνει τις ελπίδες για την εκπόνηση μιας συνολικότερης ιστορίας της ιστοριογραφίας του 1821. Γεννημένος στο Μεσολόγγι, του οποίου υπήρξε πληρεξούσιος στις επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις, ο Σπυρίδων Τρικούπης συμμετείχε από το 1826 στην προσωρινή κυβέρνηση, για να διορισθεί υπουργός Εξωτερικών επί Καποδίστρια και πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας. Μετά τις διαφωνίες του θα παραιτηθεί, και θα αρκεστεί στη θέση του πρώτου έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο. Από τους ηγέτες του αγγλικού κόμματος, υπήρξε ένας φιλελεύθερος πολιτικός με αταλάντευτο σεβασμό στο σύνταγμα και τον κοινοβουλευτισμό, αξίες που μετέδωσε και στον γιο του, τη βιογραφία του οποίου (Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή του, Πόλις) έχει επίσης συνθέσει η Λύντια Τρίχα, αποσπώντας το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 2017.

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-ΒενετάςErnst Curtius: Το ταξίδι του νόστου στην Ελλάδα, 1837-1840, Καπόν

«Ὀλίγοι τῶν Γερμανῶν σοφῶν συνδέονται πρὸς τὴν ἡμετέραν πατρίδα διὰ δεσμῶν οὕτως ἀρρήκτως ὁσὸν ἐκεῖνος», έγραφε στις 25 Αυγούστου 1894 στην εφημερίδα Εστία ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος, με την ευκαιρία των 80ών γενεθλίων του αρχαιολόγου Ernst Curtius (1814-1896), που έμεινε γνωστός με το εξελληνισμένο όνομα Ερνέστος Κούρτιος. Διευθυντής των ανασκαφών στην Ολυμπία, έφερε στο φως το αρχαίο στάδιο, τον βωμό του Διός, αλλά και τον Ερμή του Πραξιτέλους. Όμως η σχέση του Curtius με τη νεότερη Ελλάδα υπήρξε πολύ παλαιότερη: «Ἀπὸ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος κατέβη εἰς νέαν, ἀπὸ τῆς Ἀκροπόλεως εἶδε γενομένας τὰς νέας Ἀθήνας [] μακρὸν ζήσας ἐν τῇ νεότητι ἐν μέσῳ τῶν νέων Ἑλλήνων», σημειώνει ο Λάμπρος, αναφερόμενος στην παραμονή του στη νέα πρωτεύουσα κατά την τετραετία 1837-1840. Από την περίοδο αυτή της νεότητάς του διασώζεται ένα σώμα 56 επιστολών, στις οποίες καταγράφεται η συμμετοχή του στην αθηναϊκή ζωή, οι εντυπώσεις από τις περιηγήσεις του στη χώρα, αλλά και η σταδιακή συγκρότηση της προσωπικότητάς του και ενός ανθρωπιστικού ελληνοκεντρικού φρονήματος που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ· «τὸν ἀπησχόλησεν ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος κόσμος ἀληθῶς καθ’ ὅλον αὐτοῦ τὸν βίον», σύμφωνα με τον Λάμπρου. Στο ανά χείρας κείμενό του, ο συγγραφέας επιχειρεί την ανάγνωση των επιστολών αυρών ως ιστορικών τεκμηρίων, καθώς και την ανίχνευση της επίδρασης του νεανικού αυτού ταξιδιού στην Ελλάδα στη μετέπειτα επιστημονική και πνευματική πορεία του γερμανού κλασικιστή.

Δημήτρης Σταματόπουλος (επιμ.), Πόλεμος και επανάσταση στα Οθωμανικά Βαλκάνια (18ος-20ός αι.), Επίκεντρο

Στον «μακρύ 19ο αιώνα» των Βαλκανίων, έναν αιώνα που ξεκινά με μια επανάσταση –τη Γαλλική, η οποία θα πυροδοτήσει μια εικοσαετία πολέμων και στη συνέχεια μια αλυσίδα επαναστάσεων (στην Ισπανία, τη Νότια Ιταλία και την Ελλάδα, αλλά και στη Λατινική Αμερική)– και ολοκληρώνεται με έναν πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο, ο οποίος θα πυροδοτήσει με τη σειρά του μια αλυσίδα επαναστάσεων (τη Ρωσική, αλλά και όσες επιχείρησαν να τη μιμηθούν στην κεντρική Ευρώπη), είναι αφιερωμένος ο ανά χείρας συλλογικός τόμος. Περίοπτη θέση ανάμεσα στις συμβολές ξένων και ελλήνων ιστορικών έχουν οι μελέτες για την Ελληνική Επανάσταση· από την προετοιμασία της στο έργο των στοχαστών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τις προσλήψεις της Γαλλικής Επανάστασης στις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις αποτυπώσεις της στη δημοτική και λόγια λογοτεχνία. Ταυτόχρονα, εξετάζεται η επαναστατική κίνηση στο πλαίσιο του κατεξοχήν αντίπαλου εθνικισμού, του βουλγαρικού, καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα, ενώ, τέλος, μια σειρά συμβολών επικεντρώνονται στη διαπλοκή πολέμου και επανάστασης κατά το βαλκανικό fin de siècle, μέχρι τον μοιραίο πυροβολισμό στο Σαράγεβο, που πυροδοτήσει τον Μεγάλο Πόλεμο, εισάγοντας την Ευρώπη και τα Βαλκάνια στον 20ό αιώνα. Κοινός στόχος των συγγραφέων, σύμφωνα με τον επιμελητή του τόμου, να αντιμετωπίσουν την ανάδυση των εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια όχι σαν μια αυτόνομη διαδικασία αφύπνισης ή σαν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά ως αντιστοιχήσεις της επαναστατικής διαδικασίας που σημάδευε την ίδια εποχή την ιστορία της Δύσης.

Κώστας ΒούλγαρηςΟ Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ, Βιβλιόραμα

Την Επανάσταση του ’21 και τους πρωταγωνιστές της συναντά, μέσα από ολότελα διαφορετικούς δρόμους, ο κριτικός λογοτεχνίας και πεζογράφος Κώστας Βούλγαρης, αναλύοντας την «κορυφαία ποιητική σύνθεση του νεοελληνικού 20ού αιώνα», όπως τη χαρακτηρίζει, τον Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου. Πίσω από τον πρωταγωνιστή του ποιήματος, αναγνωρίζει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον ολιγογράμματο στρατιωτικό ηγέτη που «φωτίζεται» από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Στη δική του ανάγνωση, ο Εγγονόπουλος, στο ποίημά του, αντιπαραθέτει τον πρωταγωνιστή του στο αρχέτυπο της λαϊκίστικης εθνικής αφήγησης, στον Μακρυγιάννη, όπως τον διαβάζει την ίδια στιγμή ο Σεφέρης στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, τους δύο πόλους της εμφύλιας σύγκρουσης του 1823-24 επενδύουν με τις δικές τους αισθητικές, αλλά και πολιτικές, διαμάχες δύο αντίπαλοι πόλοι στα 1943-44, σε μια ανάλογη εμφύλια στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Ο συγγραφέας, αναλύοντας την ιστορική-πραγματολογική μέθοδο που χρησιμοποιεί ο Εγγονόπουλος ως καλλιτεχνικό πρόταγμα και ως αντίληψη για τον κόσμο και τη ζωή, «ανασκάπτει» τα στρώματα του καλλιτεχνικού του έργου, ποιητικού και ζωγραφικού, παρουσιάζοντας τον γόνιμο διάλογό τους με το ιστορικό παρελθόν και παρόν. Σε αυτήν την ανασκαφή, που φέρνει στο φως συχνά αναπάντεχες αναφορές του ποιητή στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, ο Κολοκοτρώνης θα παραμένει διαρκώς παρών, μέχρι και το τελευταίο ποίημα που θα συνθέσει, μεταπολιτευτικά πλέον, ο Εγγονόπουλος.

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Αρτέμιος ΜίχοςΑπομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826) και τινές άλλαι σημειώσεις εις την ιστορίαν του μεγάλου αγώνος αναγόμεναι, Ίδρυμα της Βουλής

Ο  γιαννιώτης αγωνιστής Αρτέμιος Μίχος (1803-1880), που πολέμησε σε διάφορα σώματα κατά την Επανάσταση, υπήρξε ένας από τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου κατά τη δεύτερη πολιορκία του, λαμβάνοντας μέρος στην ηρωική έξοδο της 10ης Απριλίου 1826. Στη διάρκεια της παραμονής του στο Μεσολόγγι ο Μίχος κρατούσε σύντομες ημερολογιακές σημειώσεις. Με βάση αυτές, αλλά και τα Ελληνικά Χρονικά του Ιάκωβου Μάγερ, προς το τέλος της ζωής του συνέταξε τα απομνημονεύματά του, που όμως δεν εκδόθηκαν παρά μετά τον θάνατό του, αφενός, γιατί ήθελε να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του με μια εκ νέου αυτοψία στην πόλη και, αφετέρου, διότι σε αυτά καυτηρίαζε την ελεεινή συμπεριφορά κάποιων από τους συμπολεμιστές του. Ο λόγος του, λιτός και απέριττος, αποστασιοποιημένος, φωτίζει πραγματικότητες, νοοτροπίες και πρόσωπα στην πολιορκημένη πόλη, αποτελώντας μια σημαντική ιστορική μαρτυρία, με την οποία εγκαινιάζεται η σειρά «Κείμενα μνήμης» του Ιδρύματος της Βουλής. Στον παρόντα τόμο περιέχεται το δημοσιευμένο απομνημόνευμα, με κατατοπιστική εισαγωγή της καθηγήτριας Μαρίας Ευθυμίου, καθώς και δύο διαφορετικά χειρόγραφα που σχετίζονται με αυτό, τα οποία παρουσιάζονται με εισαγωγή και σχολιασμό από τον ιστορικό Βαγγέλη Σαράφη, σε μια προσπάθεια προσέγγισης του τρόπου συγγραφής του απομνημονεύματος και διασάφησης των προβλημάτων που θέτουν στον ερευνητή παρόμοια κείμενα.

Χριστόφορος ΠερραιβόςΑπομνημονεύματα πολεμικά διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά τε το Σούλιον και Ανατολικήν Ελλάδα από του 1820 μέχρι του 1829 έτους, Ίδρυμα της Βουλής

Το έργο του Περραιβού, συντρόφου του Ρήγα, απόστολου της Φιλικής και στρατηγού του Αγώνα, είναι το πρώτο αυτοβιογραφικό κείμενο αγωνιστή της Επανάστασης το οποίο τυπώθηκε και κυκλοφόρησε στο ελληνικό βασίλειο, το 1836. Το έργο καλύπτει μια μεγάλη και πυκνή περίοδο (1820-1829), σχεδόν όλη την επαναστατική δεκαετία, και επικεντρώνεται στις πολεμικές επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε και περιγράφει βασισμένος αποκλειστικά στην προσωπική του εμπειρία, κρίση και μνήμη. Το έργο χαρακτηρίζεται από όλα τα προβλήματα που συνοδεύουν εν γένει τα απομνημονεύματα: έντονη υποκειμενικότητα και μονομέρεια, ενίοτε επιθετική μεροληψία, ιδιοτελή απαξίωση προσώπων και προβολή άλλων, ακραία διάθεση αυτοπροβολής και αυτοδικαίωσης, όπως επισημαίνει στην εισαγωγή του ο ιστορικός Στέφανος Παπαγεωργίου. Γι’ αυτό, συνεχίζει, ο Περραιβός έγινε ευρύτερα γνωστός όχι για την παρουσία του στις σύγχρονες ιστορικές πηγές της επαναστατικής περιόδου, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική, αλλά μέσω των βιβλίων που συνέγραψε. Τα Απομνημονεύματα πολεμικά αποτελούν τον δεύτερο τόμο της σειράς «Κείμενα μνήμης», που προβλέπεται να περιλάβει ακόμη τις εξής μαρτυρίες: Χρήστος Σ. Βυζάντιος, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών· Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών· Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας· Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα.

Olivier VoutierΑπομνημονεύματα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία

Ο Ολιβιέ Βουτιέ (1796-1877), αξιωματικός του γαλλικού ναυτικού, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1820, όταν το πλοίο του ναυλοχούσε στη Μήλο, όπου και έλαβε μέρος στην ανασκαφή που αποκάλυψε το άγαλμα της Αφροδίτης. Ένα χρόνο αργότερα, παραιτήθηκε και επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο γεμάτο όπλα, πολεμοφόδια και εθελοντές που προορίζονταν για τους επαναστατημένους Έλληνες. Ο ίδιος έλαβε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς και στις πολιορκίες του Ναυπλίου και των Αθηνών, ως επικεφαλής του πυροβολικού, ενώ συμμετείχε και στην ατυχή εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο, φτάνοντας στον βαθμό του συνταγματάρχη. Η δράση του στο πλευρό των επαναστατημένων είχε ως αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί η γαλλική υπηκοότητα, λόγος για τον οποίο επέστρεψε στο Παρίσι το 1823. Εδώ θα πρέπει ίσως να αναζητηθεί το κίνητρο για τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του, που έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση στο γαλλικό κοινό όταν εκδόθηκαν την ίδια χρονιά, προκειμένου να διαλευκάνει «τις στρεβλές αντιλήψεις που είχαν δημιουργηθεί για τα γεγονότα» της ελληνικής εξέγερσης. Στη μαρτυρία του κατέφυγε και ο Ευγένιος Ντελακρουά, προκειμένου να συνθέσει τον πίνακα για τη σφαγή της Χίου, στοιχεία από τον οποίο οφείλονται σε όσα αφηγήθηκε στον ζωγράφο ο Βουτιέ. Το έργο του καλύπτει τα γεγονότα των δύο πρώτων χρόνων της Επανάστασης, ενώ το 1824 θα επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1827, συγγράφοντας μάλιστα έναν ακόμη τόμο απομνημονευμάτων, που αφορούν τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα μέχρι το 1824.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Αδαμάντιος ΚοραήςΓια τις κληρονομικές ασθένειες: Ύπαρξη, φύση, πρόληψη, θεραπεία,
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Κωνσταντίνος Ηροδότου, ΕΑΠ

Η ανακάλυψη ενός άγνωστου χειρογράφου αποτελεί μια από τις πιο ευχάριστες στιγμές ενός ιστορικού, καθώς ερευνά τα αρχεία. Όταν μάλιστα αυτό ανήκει σε μια τόσο σημαντική μορφή όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, η ικανοποίηση, αλλά και η έκπληξη, πολλαπλασιάζεται. Ο Κωνσταντίνος Ηροδότου, ερευνώντας τη Βιβλιοθήκη της Εθνικής Ακαδημίας Ιατρικής της Γαλλίας, είχε την τύχη να φέρει στο φως ένα κείμενο που ο εκ Χίου λόγιος έγραψε στα λατινικά το 1790, λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση των ιατρικών σπουδών του στο Μονπελιέ, προκειμένου να το υποβάλει σε διαγωνισμό της Βασιλικής Εταιρείας Ιατρικής των Παρισίων. Μέσα στη δίνη της Γαλλικής Επανάστασης, ο Κοραής επιδιώκει στο κείμενό του να συνδέσει την ιατρική με την ελληνική αρχαιότητα, την πολιτική, την ηθική και τα πάθη. Στο κείμενο αυτό, σύμφωνα με τον επιμελητή, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού αναδεικνύεται σε στοχαστή της βιοπολιτικής, καθώς, στον ύστερο 18ο αιώνα, η επιθυμία γίνεται ερώτημα πρωταρχικής σημασίας και συμπλέκεται με την εμφάνιση του πληθυσμού ως κύριου διακυβεύματος στον πολιτικό λόγο. Το μέχρι σήμερα ανέκδοτο αυτό έργο –καθώς η ανά χείρας έκδοσή του είναι η πρώτη παγκοσμίως– προσθέτει μια σημαντική ψηφίδα στην εργογραφία του Κοραή, αναδεικνύοντας μια πτυχή που συνήθως λησμονείται: αυτήν της ιατρικής του παιδείας. Η περιεκτική εισαγωγή και ο υπομνηματισμός από τον Κωνσταντίνο Ηροδότου δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να προσεγγίσει αυτήν την όψη του κοραϊκού έργου, σημαντική τόσο για τη διανοητική του διαδρομή όσο και για την ιστορία της Ιατρικής και ευρύτερα των ιδεών.

ΣατωβριάνδοςΟδοιπορικό του 1806, Μεταίχμιο

Η νεότερη Ελλάδα γεννιέται κάτω από το βάρος των αρχαίων ερειπίων της· γεννιέται μέσα από το βλέμμα των ευρωπαίων περιηγητών που αναζητούν σε αυτήν το αρχαίο κλέος που θεωρούν μήτρα του δικού τους πολιτισμού· γεννιέται και βιώνει επί μακρόν αυτή την υστέρηση, που θα πάρει πλείστες όσες μορφές στους δύο αιώνες της ιστορίας της. Ο François-René de Chateaubriand, ο καθ’ ημάς Σατωβριάνδος, υπήρξε ένας από τους πολλούς ευγενείς ευρωπαίους που επιχείρησαν το grand tour, το ταξίδι γνωριμίας με την κλασική αρχαιότητα, μόνο που για τον ίδιο δεν επρόκειτο για μια «τελετή ενηλικίωσης» (ήταν ήδη 38 ετών) αλλά για ένα «ρεπεράζ» προκειμένου να συνθέσει το μυθιστόρημά του Οι μάρτυρες, με θέμα τον διωγμό των πρώτων χριστιανών στην Ανατολή. Το Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ, που ξεκινά τον Ιούλιο του 1806, θα φέρει τον γάλλο συγγραφέα στο νότο της ελλαδικής χερσονήσου, που βιώνει τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό το τμήμα του Οδοιπορικού δημοσιεύεται στην παρούσα έκδοση, περιλαμβάνοντας την περιήγηση του Σατωβριάνδου στην Πελοπόννησο, όπου θα επισκεφθεί τη Σπάρτη, την Αθήνα, κι από εκεί, διά θαλάσσης, στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Ο συγγραφέας αναζητεί τα αρχαία ερείπια, αλλά σαν οξυδερκής παρατηρητής, καταγράφει τις εντυπώσεις του από τους κατοίκους της εποχής, χριστιανούς και μουσουλμάνους, περιγράφει την ανθρωπογεωγραφία των τόπων που επισκέπτεται, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί με επικριτικό τρόπο στον οθωμανικό δεσποτισμό. Οι εμπειρίες που καταγράφει στο Οδοιπορικό του θα αποτελέσουν, για τον πρώιμο ρομαντικό, την πρώτη ύλη για την εμπλοκή του, όταν θα ξεσπάσει η Επανάσταση, στην φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία.

Réné de ChateaubriandΥπόμνημα περί της Ελλάδας, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία

«Δημοκρατικός εκ φύσεως, αλλά μοναρχικός εξαιτίας της λογικής», όπως χαρακτήριζε τον εαυτό του, ο Σατωβριάνδος θα μπορέσει να συμβιβάσει τον χειρισμό της καταστολής της ισπανικής επανάστασης, που ανέλαβε ως υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας στα 1822-1824, με την έντονη δραστηριοποίησή του υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης, αμέσως μετά την αποπομπή του και το πέρασμά του στην αντιπολίτευση. Από αυτή τη θέση θα συμμετάσχει ενεργά στην φιλελληνική Φιλανθρωπική Εταιρεία του Παρισιού και, ανακαλώντας τις μνήμες από το οδοιπορικό του στην Ελλάδα, το 1825 θα συντάξει ένα σύντομο κείμενο, ένα μανιφέστο όπου επιχειρηματολογεί υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας, την οποία θα έπρεπε να υποστηρίξουν οι φιλελεύθερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Παράλληλα, έκανε έκκληση για τη συλλογή δωρεών υπέρ του ελληνικού αγώνα και ολοκλήρωνε αναφερόμενος στο Οδοιπορικό του, παραθέτοντας ένα ολιγοσέλιδο απόσπασμα. Το Υπόμνημα του Σατωβριάνδου γνώρισε μεγάλη διάδοση στο ευρωπαϊκό κοινό, όπως δείχνουν οι πολλαπλές ταυτόχρονες εκδόσεις του στα γαλλικά και οι μεταφράσεις του στα ισπανικά και τα ιταλικά μέσα στην ίδια χρονιά της συγγραφής του. Με το ολιγοσέλιδο αυτό έργο η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος εγκαινιάζει τη νέα «Φιλελληνική σειρά», στο πλαίσιο των εκδόσεών της ενόψει της δισεκατονταετηρίδος. Ατυχώς, τα κείμενα της σειράς εκδίδονται χωρίς σχολιασμό ή υπομνηματισμό άλλον από τον απολύτως αναγκαίο, κάτι που δεν διευκολύνει πάντα τον μη ειδικό αναγνώστη στην παρακολούθηση πτυχών των έργων με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένος.

Claude Denis RaffenelΙστορία των νεότερων Ελλήνων, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία

Εμπορικός αντιπρόσωπος στο Λεβάντε, διπλωμάτης, εκδότης και αυτοδίδακτος ιστορικός, ο Κλωντ Ντενί Ραφενέλ στάθηκε μάρτυρας των αντιποίνων που υπέστη ο χριστιανικός πληθυσμός της Σμύρνης τον Δεκέμβριο του 1821. Έχοντας κινδυνέψει και ο ίδιος, τον επόμενο χρόνο θα περάσει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο κι από εκεί θα επιστρέψει στο Παρίσι, όπου θα εργαστεί ως παιδαγωγός των εγγονών του στρατηγού Λαφαγιέτ. Παράλληλα, θα καταγράψει τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης έως τότε, σε έργα  που κυκλοφορούν σε διαδοχικές εκδόσεις. Την ίδια χρονιά, θα παρουσιάσει στο γαλλικό κοινό μια ιστορία των Ελλήνων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1825. Η Ιστορία των νεότερων Ελλήνων διαρθρώνεται σε τρία μέρη, που αφηγούνται την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας, τους βενετοτουρκικούς και ρωσοτουρκικούς πολέμους και τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την έκδοση του έργου του, ο φιλελεύθερος Ραφενέλ θα επιστρέψει στην επαναστατημένη Ελλάδα και θα καταταγεί στο σώμα του Φαβιέρου, παίρνοντας μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών, όπου και θα τραυματιστεί θανάσιμα το 1827.

Ιωάννης ΠερσιάνηςΣυλλογισμοί για την Ελλάδα, Ασίνη

Γεννημένος στη Ρωσία, γιος του φαναριώτη Εμμανουήλ Περσιάνη, στενού συνεργάτη του δραγομάνου της Υψηλής Πύλης Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ο συγγραφέας φτάνει στην Ελλάδα ως γραμματέας της ρωσικής πρεσβείας λίγο μετά την έλευση του Όθωνα. Γραμμένο στα 1835, το κείμενο αυτό αποτελεί, τυπικά, μια υπηρεσιακή έκθεση προς τους προϊσταμένους του, η οποία επί 180 χρόνια παρέμενε «θαμμένη» στα ρωσικά αρχεία, όπου ο ρώσος διπλωμάτης επισκοπεί την κατάσταση στην Ελλάδα από την έλευση του βασιλιά μέχρι και το τέλος του 1834. Ουσιαστικά, όμως, αποτελεί μια γλαφυρή καταγραφή των συμβάντων και μια «πινακοθήκη» του ελληνικού πολιτικού προσωπικού εκείνων των χρόνων. Στο πρώτο μέρος του κειμένου περιγράφεται διεξοδικά η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα κατά τα έτη 1832-1834 και αναλύεται η πολιτική της βαυαρικής Αντιβασιλείας μέχρι το τέλος του 1834· το δεύτερο μέρος αποτελεί μια σύντομη επισκόπηση του πολιτικού συστήματος, της διοίκησης, των σχέσεων με την Εκκλησία, της οικονομικής και στρατιωτικής κατάστασης της χώρας κ.λπ., ενώ δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στους μηχανισμούς συγκρότησης των πολιτικών ομάδων που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον δημόσιο βίο. Τα στοιχεία της αμεσότητας και του αυθορμητισμού που χαρακτηρίζουν τη γραφή του κάνουν το κείμενο να ξεπερνά κατά πολύ τα όρια ενός διπλωματικού εγγράφου, καθώς αναφέρεται με ελάχιστα αποστασιοποιημένο ύφος στη δίκη του Κολοκοτρώνη (που θεωρεί συνωμοσία της βρετανικής διπλωματίας) ή στη δολοφονία του Καποδίστρια (τον οποίο θεωρεί «τον καλύτερο άρχοντα που αυτή η χώρα θα μπορούσε να είχε ονειρευτεί»).

Πηγή: oanagnostis