Επιλογή Σελίδας

Η Ήβη κοντεύει τα εννιά της χρόνια. Πηγαίνει στην τρίτη δημοτικού. Τώρα δεν πάει σχολείο. Βρίσκεται στο σπίτι, λαμβάνει καθημερινά μέιλ που έρχονται από τη δασκάλα της και μια ή δυο φορές την εβδομάδα βλέπει αυτήν και τους συμμαθητές της μέσα από μια πλατφόρμα. Λένε καλημέρα και ελέγχουν τις ασκήσεις. Μέχρι τώρα ήταν καλή μαθήτρια σε ένα σχολείο με αυξημένες απαιτήσεις. Είναι γαλλόφωνη, στο σχολείο της κάνουν αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά. Είναι ένα παιδί προσανατολισμένο στον κόσμο. Οι συμμαθητές της έρχονται από πολλές και ενδιαφέρουσες κουλτούρες. Ο Ιτάι είναι Ισραηλινός, η Αμαρυλλίς με μπαμπά από το Λίβανο, ο Λεών έχει ένα μείγμα στο αίμα του από Γερμανία, Γαλλία και Ελλάδα.

Η Κλάρα είναι από τη Γαλλία, ο Κωνσταντίνος από το Μαρόκο και την Αυστραλία και άλλα τόσα παιδιά που συναντιούνται καθημερινά στο σχολείο τους στην Αγία Παρασκευή και σηκώνουν στις πλάτες τους χωρίς να το ξέρουν ολόκληρο τον κόσμο. Για αυτά έχει σημασία σε τούτη την ηλικία μόνον το παιχνίδι. Η τάξη τους, ο διπλανός τους, οι πλάκες, η δασκάλα. Πόσο σημαντική είναι η δασκάλα τους. Η Ήβη ήταν ένα ευτυχισμένο παιδί στο σχολείο. Δεν γκρίνιαξε ποτέ να πάει, δεν άργησε ποτέ να ξυπνήσει το πρωί, δεν δυσκολεύτηκε ποτέ να κάνει φίλους. Κάνει μοντελισμό, ρυθμική, θεατρικό παιχνίδι. Διάβαζε λίγο στο σπίτι αλλά πάντα ήταν αποδοτική. Δεν την ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα κινητά, μπορούσε να δεχτεί τους περιορισμούς που της βάζαμε στο σπίτι. Ήξερε ότι ό,τι και αν συμβεί θα έρθει το αύριο και θα δει τις φίλες της.

Από τότε που έμεινε σπίτι έχει αλλάξει. Είναι πάλι ζωντανή και χαρούμενη, αλλά είναι ευερέθιστη, έχει νεύρα, είναι ανηπάκουη, ξεσπάει πάνω μας, ζητάει να είναι συνέχεια συνδεδεμένη με τις ταμπλέτες και τα κινητά. Δεν έχει κίνητρο να διαβάσει. Δεν αποδίδει, όπως η ίδια λέει. Κυρίως έχει χάσει το κίνητρο να διαβάσει. Έχει χάσει τους φίλους της, τη δασκάλα της. Το κίνητρο να πει καλά το μάθημα στην τάξη. Να την επιβραβεύσουν, να πει καλά το ποίημα της, να αγκαλιάσει τις φίλες της, να αγκαλιάσει τις δασκάλες της. Δεν θέλει πια να βγαίνει έξω. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω για εκείνη σημαντικό.

Με ρωτάει, «να βγούμε, αλλά θα δω τη φίλη μου». Όταν της απαντώ «όχι», τότε βγάζει το μπουφάν και ξαναμπαίνει στο δωμάτιό της. Μερικά βράδια κλαίει. Δεν ανησυχεί για τον κορωνοϊό, δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει θάνατος ή αρρώστια. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι μπορεί να μην ξαναδεί εμένα, τον πατέρα της ή τον παππού της. Το παρόν για εκείνη έχει σημασία. Τα παιδιά ζουν το παρόν τους. Και το παρόν σήμερα των παιδιών και των εφήβων, εν μέσω πανδημίας, είναι ένα ψηφιακό παρόν. Ζουν διαμεσολαβημένα τον κόσμο. Μέσα από τα κινητά και τις ταμπλέτες αναγκαστικά. Όλη αυτή η ύλη των μαθημάτων που έρχεται για να μη χαθεί η τάξη είναι κατανοητό ότι είναι επιβεβλημένη. Κάνουμε όλοι ό,τι μπορούμε. Και είναι σημαντική η επαφή με τη γνώση, έστω και με αυτό τον τρόπο.

Αναρωτήθηκα, όμως. τι συμβαίνει στο παιδί μου. Γιατί έχει αποδιοργανωθεί; Γιατί έχει χάσει το κίνητρο για μάθηση; Γιατί δείχνει ελάχιστο ζήλο να μάθει; Την παρατηρούσα, την κατανόησα. Συνειδητοποίησα ότι τα παιδιά, σίγουρα κάποια περισσότερο από άλλα, έχουν μεγάλη ανάγκη την επαφή. Την ανθρώπινη επαφή. Το βλέμμα. Μαθαίνουμε γιατί ερωτευόμαστε. Γινόμαστε καλύτεροι για κάποιον άνθρωπο, δάσκαλο, φίλο, σύντροφο. Τείνουμε να το ξεχάσουμε αυτό. Η ερωτική κατάσταση μας διακινεί στη γνώση, μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Που όσο και εσωτερικευμένη και εάν είναι αυτή η δύναμη και πίστη για τον εαυτό σε μας τους ενήλικες, πάντα υπάρχει ανάγκη να μας βλέπει κάποιος απέναντι, να μας παρατηρεί, να μας ενθαρρύνει. Έχουμε ανάγκη αυτόν που θα δει τον κόπο μας, που θα μας ξεχωρίσει.

Μόλις ξεκίνησε η καραντίνα, μου ήρθε στα χέρια μου το καινούριο βιβλίο του Ιταλού ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι με τίτλο «Η ώρα του μαθήματος», από τις εκδόσεις Κέλευθος. Πάντα με γοητεύει και με συγκινεί ο λόγος του, η γλώσσα του, η γραφή του. Κατανοώντας την Ήβη σκέφτηκα για όλα τα παιδιά την περιόδο της πανδημίας. Τι τους ζητάμε ακριβώς; Να κάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα; Να συνεχίσουν να διαβάζουν αυτοματικά; Ακόμα και εάν πρέπει να το κάνουμε, γιατί η Γη πρέπει να συνεχίσει να γυρίζει, οφείλουμε να τους μιλήσουμε. Να συνειδητοποιήσουμε και εμείς ότι αυτό που συμβαίνει είναι αφύσικο, είναι παρά φύσιν και ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Η γνώση χρειάζεται ανθρώπους να τη μεταδώσουν, χρειάζεται ανθρώπους για να τη λάβουν. Η γνώση στις μικρές ηλικίες θέλει οπωσδήποτε την επαφή. Αλλιώς ο άνθρωπος δεν μαθαίνει. Θέλει άγγιγμα, αγάπη, χάδι στο κεφαλάκι. Η γνώση θέλει χαμόγελο, και μάλωμα, και τιμωρία, και ξανά συμφιλίωση. Η γνώση θέλει την τάξη. Θέλει τον Λεών, την Κλάρα, την Εύη, την Αμαρυλλίς, τη Λυδία, τον Γιώργο, τον Μάξιμο, τον Κωνσταντίνο, θέλει όλα τα παιδιά αυτού του κόσμου ονομαστικά. Με τα σώματά τους, τη διάπλασή τους, την αγάπη τους για τη ζωή. Θέλουμε δασκάλους. Θέλουμε γονείς. Θέλουμε ξανά τους καλλιτέχνες αυτής της ζωής με το σώμα και το αίμα τους. Θέλουμε ξανά την κουλτούρα μας με κόσμο μαζί. Θέλουμε γεμάτα τα θέατρα και τα βιβλιοπωλεία. Γεμάτα και τα σπίτια. Με κόσμο.

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι πριν πεθάνει προφήτευσε ότι η ψηφιακή τεχνολογία θα οδηγήσει τον κόσμο στην απομόνωση. Θα οδηγήσει τον κόσμο σε αυτοματισμούς και κρυψίνοια. Θα οδηγήσει την κουλτούρα να καλλιεργείται χωρίς αίμα, να συνεχίσει η κουλτούρα να υφίσταται χωρίς κόσμο. Αισθάνθηκα πολύ ήρεμη που το παιδί μου αντιδρά σε αυτή την κλεισούρα. Μένει σπίτι αλλά παραμένει μέσα της ζωντανή, με αιτήματα, εσωτερικά αντιδραστική. Αισθάνθηκα ότι τα παιδιά αυτού του κόσμου αντιδρούν με τον τρόπο τους. Και αυτό είναι το πιο χαρμόσυνο μήνυμα. Ας τα κρατήσουμε για την ώρα μέσα ασφαλή και ας τα βοηθήσουμε μετά να δημιουργήσουν έναν κόσμο πιο όμορφο από αυτόν που μπορέσαμε εμείς. Μια δυνατή κουλτούρα γεμάτη με κόσμο.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ