Ο Γιώργης Μαγγίνης πίνει τον πρώτο καφέ της ημέρας παρέα με τον υπεύθυνο ασφαλείας του μουσείου. Οι δυο τους στο άδειο νεοκλασικό κτίριο της Κουμπάρη λένε δυο-τρεις κουβέντες από… απόσταση και, λίγη ώρα μετά, η δουλειά ξεκινάει στους γνωστούς ρυθμούς.
«Προετοιμάζουμε τη μεγάλη μας έκθεση για το 1821, η έρευνα “τρέχει”, η συντήρηση επίσης, κυκλοφορούν εκδόσεις, η εσωτερική λειτουργία του μουσείου δεν έχει σταματήσει λεπτό. Δεν υπάρχουν οι άνθρωποι εδώ, δεν έχουμε τη ροή του κοινού, αλλά η επικοινωνία παραμένει ζωντανή και έντονη μέσα από άλλα κανάλια, ψηφιακά, στα οποία είχαμε επενδύσει εδώ και αρκετά χρόνια», μας λέει ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη.
Από τις 13 Μαρτίου –ήταν Παρασκευή και 13 η τελευταία ημέρα λειτουργίας τους, και μετά σου λένε να μη δίνεις σημασία σε αυτά– τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι παραμένουν άδειοι και βουβοί. Τώρα πλέον η επιστροφή στην κανονικότητα φαντάζει πιο κοντινή, αλλά οι προκλήσεις είναι μεγάλες σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας τους και την οικονομική επιβίωση.
«Σφύζουν από ζωή»
«Να διακόψω λίγο τη σκέψη σου», μου λέει ο Νίκος Σταμπολίδης. «Συμφωνώ για τις προκλήσεις, αλλά προσωπικά δεν πιστεύω ότι τα μουσεία είναι άδεια. Ολες οι αρχαιότητες, όλα τα εκθέματα είναι εκεί και δεν έχουν κορωνοϊό επειδή δεν μπορεί να τα μολύνει το ανθρώπινο χέρι. Δεν είναι άδεια τα μουσεία, και οι αρχαιολογικοί χώροι δεν είναι καθόλου βουβοί. Αντίθετα, σφύζουν από ζωή». Η άνοιξη αναμφισβήτητα δίνει ζωή και χαρίζει αισιοδοξία, σκέφτομαι, το «μετά» όμως παραμένει ένα κεφάλαιο προς μελέτη. Η ψυχολογία πόσο σημαντική είναι; «Πολύ και θα επηρεάσει τον επισκέπτη», επισημαίνει ο καθηγητής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. «Αλλά αυτός είναι ο σπουδαίος ρόλος του μουσείου. Να οδηγήσει τον επισκέπτη σε νέα μονοπάτια, να τον κάνει να παραδώσει την ψυχή του στην αισθητική και γνωστική εποπτεία έπειτα από αυτή τη λαίλαπα και τον εφιάλτη. Είναι στο χρέος του μουσείου να τον βοηθήσει να αισθανθεί ξανά άνθρωπος και να συνθέσει μια καινούργια ζωή, χωρίς να ξεχάσει αυτό που έζησε».
Στη σημασία της ψυχολογίας στέκεται και ο Γιώργης Μαγγίνης. «Είναι όπως όταν έχεις σπάσει το πόδι σου. Οταν σηκώνεσαι είσαι προσεκτικός και το πατάς πολύ μαλακά. Ετσι νομίζω ότι θα είναι η επιστροφή στους ρυθμούς της ζωής γενικότερα. Ειδικά για τα μουσεία, πιστεύω ότι η εμπειρία της επίσκεψης θα έχει μεγαλύτερη ένταση και άλλη ποιότητα, γιατί θα είναι κάτι που θα μας έχει λείψει πολύ».
Πάνω που ξεκίνησε η σχέση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι με το κοινό, διεκόπη βίαια. «Προσωπικά, όταν θα περάσει αυτό που ζούμε, εύχομαι να μην είναι όλα όπως πριν», μου λέει η Μαρία Κουτσομάλλη, υπεύθυνη της συλλογής του Ιδρύματος. «Εύχομαι να λάβουμε ένα μάθημα και να υπάρχει περισσότερη συλλογικότητα, περισσότερη κατανόηση για τον άλλον, να αλλάξουν οι ρυθμοί μας. Η απότομη στάση σε αυτήν την πυρετώδη ζωή ίσως μας κάνει να βάλουμε νέες προτεραιότητες».
«Βασικός στόχος μας είναι να πηγαίνουμε, είτε ψηφιακά είτε οι ίδιοι, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, σε ανθρώπους που δεν μπορούν εύκολα να μας επισκεφθούν», λέει η Μαρία Κουτσομάλλη, υπεύθυνη της συλλογής του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
Τη ρωτάω ποιες είναι οι προτεραιότητες για το μουσείο. «Θέλουμε να δημιουργήσουμε και μιαν άλλου τύπου σχέση με το κοινό βασισμένη στην ψηφιακή προσέγγιση. Γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή αφήσαμε ελεύθερη όλη την περιήγηση μέσα στην ιστοσελίδα μας, οπότε μπορούν όλοι να ακούσουν την ιστορία του κάθε έργου. Επίσης ξεκίνησε η λειτουργία του e-shop, οργανώνουμε δράσεις, όπως ένα open call όπου ζητάμε από παιδιά και εφήβους να μας στείλουν δημιουργίες τους εμπνευσμένες από τη συλλογή μας. Και όταν ανοίξουμε θέλουμε να κάνουμε μια έκθεση με επιλογές των έργων τους. Επιπλέον, βασικός μας στόχος είναι να πηγαίνουμε είτε ψηφιακά είτε οι ίδιοι, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, σε ανθρώπους που δεν μπορούν εύκολα να μας επισκεφθούν, σε μέρη όπως τα γηροκομεία. Με τη σκέψη ότι η τέχνη πάντα βοηθάει».
Στο ζήτημα της προσβασιμότητας στέκεται ιδιαίτερα και ο Στέφανος Καβαλιεράκης. «Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάσουμε το στοίχημα της δημοκρατικής συμμετοχής όλων των κοινωνικών ομάδων», τονίζει ο διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών. Ο τρόπος λειτουργίας των μουσείων θα χρειαστεί επανασχεδιασμό. «Η δική μας περίπτωση, λ.χ., είναι ιδιαίτερη. Εχουμε δύο κτίρια του 19ου αιώνα με συγκεκριμένα όρια. Δεν μπορούμε να δεχθούμε 200 άτομα. Αλλά θα βρεθούν λύσεις. Θα δουλέψουμε πολύ με προγραμματισμένες επισκέψεις μικρών ομάδων. Θα πάμε σε πιο “μπουτίκ” λειτουργία, η οποία όμως θα δίνει περισσότερες δυνατότητες και θα κάνει πιο δυνατή την εμπειρία του επισκέπτη. Θα τα καταφέρουμε, θα σκεφτούμε νέους τρόπους συνύπαρξης και συμβίωσης. Είναι πάντως και μια ευκαιρία για εξέλιξη και ψηφιακό μετασχηματισμό. Το μουσείο θα παραμείνει ένας χώρος εμπειριών, μόνο που αυτήν την εμπειρία πρέπει να σκεφτούμε να την προσφέρουμε και με άλλους τρόπους. Επίσης πρέπει να σκεφτούμε και άλλους τρόπους εσόδων πέραν του παραδοσιακού εισιτηρίου».
«Μαζί και αύριο»
Φτάσαμε και στην οικονομία. «Μια κακοποιημένη λέξη», μου λέει ο Γ. Μαγγίνης. «Ναι, γιατί η οικονομία είναι ανθρωπιστική επιστήμη. Οταν λέμε για κάποιον ότι είναι οικονόμος σημαίνει ότι διαχειρίζεται σωστά τη ζωή του. Αυτή την πολυδιάστατη οικονομία πρέπει να βάλουμε ξανά στο επίκεντρο».
Νίκος Σταμπολίδης, διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, καθηγητής Αρχαιολογίας. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
Το Μουσείο Μπενάκη, πάντως, ήδη ζητάει την στήριξη του κόσμου μέσω της εκστρατείας «Μαζί και αύριο». «Η αναστολή της λειτουργίας του μουσείου έχουμε υπολογίσει ότι μας κοστίζει περίπου 300.000 ευρώ τον μήνα», λέει ο Γ. Μαγγίνης. «Οι οικονομικές επιπτώσεις θα είναι πολλές και σε εμάς», σημειώνει η Μ. Κουτσομάλλη. «Θα επηρεάσουν τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων, αναγκαστικά θα αλλάξουν οι προϋπολογισμοί μας και θα γίνει νέος σχεδιασμός. Θα πρέπει να φανούμε ευέλικτοι», συμπληρώνει. «Θέλω να πω και κάτι τελευταίο», μου λέει ο Γ. Μαγγίνης προτού κλείσουμε το τηλέφωνο και η φωνή του παίρνει έναν τόνο πιο τρυφερό. «Αυτές τις μέρες τα νοσοκομεία στήριξαν τη σωματική μας υγεία, που είναι το πρώτο και το κρίσιμο. Ομως και οι πολιτιστικοί οργανισμοί, τα θέατρα, τα μουσεία, οι λυρικές σκηνές, υπήρξαν οι στυλοβάτες της πνευματικής υγείας όλων μας. Πρόσφεραν το έργο τους ταχύτατα, σε αφθονία και αφιλοκερδώς. Ας μην τους ξεχάσουμε την επόμενη μέρα».
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΓΙΟΥΛΗ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ