Η έγκαιρη αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και η πειθαρχία που έδειξαν οι πολίτες αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση. Γι’ αυτό και η Ελλάδα είχε τόσο καλές επιδόσεις στην καταπολέμηση του ιού: λιγότερο από 150 θανάτους, ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογο πληθυσμό είχαν πολλαπλάσια θύματα – από σχεδόν χίλιους νεκρούς στην Πορτογαλία έως 7.500 στο Βέλγιο. Προσέξτε: η Ελλάδα είχε 14 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, ενώ η Πορτογαλία 100 και το Βέλγιο 750!
Η επόμενη φάση της σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα, που αρχίζει από αύριο, θα είναι ασφαλώς πιο δύσκολη. Και επώδυνη από πλευράς οικονομίας. Διότι αφενός δημιουργεί κινδύνους απότομης εξάπλωσης του ιού εάν δεν υπάρξουν τα προσεκτικά βήματα που χρειάζονται, ενώ συγχρόνως θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα – τη σφοδρή οικονομική ύφεση που φέρνει το «λοκντάουν».
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία αντιμετώπισης του ιού ήταν η εμπιστοσύνη που ενέπνευσε στους πολίτες ο κ. Σωτ. Τσιόδρας, εξηγώντας με απλά λόγια και τετράγωνη επιστημονική λογική τις αποφάσεις, αλλά και ο κ. Ν. Χαρδαλιάς, ο οποίος περνούσε καθημερινά ένα μήνυμα αδέκαστης αποφασιστικότητας.
Ωστόσο, η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να ανοίξει αίφνης όλα τα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας από τις 18 Μαΐου εξακολουθεί να δημιουργεί διχογνωμίες στην επιστημονική κοινότητα, ενώ τα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί δεν φαίνεται να πείθουν τους πολίτες.
Κύριο επιχείρημα για το άνοιγμα των σχολείων – περαν της Γ΄ Λυκείου λόγω Πανελληνίων– είναι ότι οι μαθητές (αντίθετα απ’ όσα έλεγαν στην αρχή οι επιστήμονες) δεν μεταφέρουν υψηλό ιικό φορτίο και δεν μπορούν να «κολλήσουν» τον ιό στους μεγαλύτερους, που είναι περισσότερο ευάλωτοι. Μία άποψη, ωστόσο, που παραμένει επιστημονικά αναπόδεικτη, καθώς υπάρχουν ακόμη έρευνες που δείχνουν ακριβώς το αντίθετο – η τελευταία του Γερμανού βιολόγου Κριστιάν Ντρόστεν και της ομάδας του ήταν πρώτο θέμα στη βρετανική εφημερίδα Guardian της Πέμπτης. Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, οι μαθητές που είναι θετικοί στην COVID-19, αν και είναι τις περισσότερες φορές ασυμπτωματικοί, εντούτοις μπορούν να μεταφέρουν τον ιό όπως οι ενήλικες. Και άρα –σε μια τέτοια περίπτωση– τα ανοιχτά σχολεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν θερμοκήπια κορωνοϊού που θα συμβάλλουν στην εξάπλωση της νόσου στην κοινότητα.
Ανάλογες επιφυλάξεις έχουν δείξει και σημαντικοί επιστήμονες στην Ελλάδα, εκφράζοντας δημοσίως τον προβληματισμό τους για το αν θα πρέπει να ανοίξουν τώρα τα σχολεία. Κρούουν μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου για τις περιπτώσεις που οι μαθητές που θα πάνε σχολείο έρχονται σε επαφή, όταν γυρνούν σπίτι τους, με άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.
Υπό το φως των αντιφατικών αυτών ευρημάτων, δεν γίνεται κατανοητό στον πολίτη η επιμονή της κυβέρνησης να ανοίξει άρον άρον τα σχολεία. Κάποιοι λένε ότι συνδέεται με την πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να κάνει τώρα μια «πρόβα τζενεράλε» ενόψει του Σεπτεμβρίου, όταν η χώρα θα βρίσκεται μπροστά σε ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας. Ωστόσο, είναι φανερό ότι το άνοιγμα όλων των σχολείων τώρα ενέχει πολύ μεγαλύτερο ρίσκο για την κοινότητα απ’ ό,τι εάν άνοιγαν την 1η Σεπτεμβρίου, αφού στους 3,5 μήνες που μεσολαβούν ίσως να έχουν βρεθεί νέα φάρμακα, ενώ η ισχύς του ιού θα είναι μικρότερη μετά τις καλοκαιρινές υψηλές θερμοκρασίες.
Είναι φανερό ότι με τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί – και με την παρωδία της μέρα παρά μέρα παρακολούθησης μαθημάτων στις σχολικές αίθουσες που δεν επιτρέπει στους γονείς να πάνε απερίσπαστοι στην εργασία τους – πολλές οικογένειες θα επιλέξουν να μη στείλουν τα παιδιά τους σχολείο από τον φόβο μήπως φέρουν τον ιό στο σπίτι τους. Σε αυτή την περίπτωση θα υπάρξει το σουρεαλιστικό αδιέξοδο – να λειτουργούν τα σχολεία με χίλιες δυσκολίες, αλλά χωρίς παρουσίες της μεγάλης πλειονότητας των μαθητών.
Δυστυχώς, η υπόθεση των ανοιχτών σχολείων έχει περιπλακεί περισσότερο μετά την επιθετική κριτική που κάνει η αντιπολίτευση για το θέμα. Κάτι που πολώνει πολιτικά το ζήτημα και δεν επιτρέπει εύκολα αλλαγή πορείας. Ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης έχει δείξει –και είναι ένας από τους λόγους που έχει τόσο μεγάλη δημοφιλία– ότι μπροστά στη δημόσια υγεία δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Νότης Παπαδόπουλος