Το φετινό βραβείο Νομπέλ Χημείας δόθηκε στις καθηγήτριες Charpentier και Doudna για μια ανακάλυψη που ξεκίνησε από καθαρή επιστημονική περιέργεια και κατέληξε σε ένα εργαλείο, το «μοριακό ψαλίδι» για DNA, που επιφέρει επαναστατικές αλλαγές στην ιατρική, τη γεωργία και την φαρμακοβιομηχανία. Πολλοί ερευνητές που εργάστηκαν σε αυτό το πεδίο δημοσίευσαν τα ευρήματά τους σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά, ενώ παράλληλα ίδρυσαν εταιρείες για να τα αξιοποιήσουν εμπορικά – αυτό έκαναν και οι δύο βραβευμένες.
Η περίπτωσή τους έφερε ξανά στο προσκήνιο το ερώτημα για τα όρια ανάμεσα στη «βασική» και την «εφαρμοσμένη» έρευνα. Δεν είναι φιλολογική η συζήτηση. Επηρεάζει τη στρατηγική των κυβερνήσεων για την καινοτομία, των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ιδρυμάτων για τις προσλήψεις επιστημόνων, και των επενδυτών για την αξιολόγηση των νεοφυών επιχειρήσεων που θα επιλέξουν να στηρίξουν. Στην Ελλάδα, καθώς όλοι αναζητούν το «νέο παραγωγικό μοντέλο», με πολύ περιορισμένους πόρους για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, οι επιλογές που θα κάνουμε για την ενίσχυση της έρευνας έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Εργάζομαι στο Big Pi Ventures, που επενδύει σε επιχειρήσεις καινοτομίας, και παράλληλα είμαι αντιπρόεδρος στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ). Με αυτή τη διπλή ιδιότητα συζητώ με κυβερνητικά στελέχη, με ερευνητές, με επενδυτές, και με νέους επιχειρηματίες, και έχω διαπιστώσει έναν κίνδυνο: ότι πολλοί σκέφτονται με όρους του προηγούμενου μεγάλου κύματος καινοτομίας, της λεγόμενης 3ης βιομηχανικής επανάστασης, ενώ ο κόσμος βρίσκεται στην αρχή μιας νέας εποχής, της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Οι καινοτομίες που θα αλλάξουν τη ζωή μας τα επόμενα 20 χρόνια δημιουργούνται με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχαμε μάθει μέχρι χθες.
Οι πιο πολλές εταιρείες τεχνολογίας που πέτυχαν μετά το 1990 αξιοποιούσαν την τεχνολογία του Διαδικτύου, είτε λειτουργώντας ως πύλες για εκατομμύρια αναζητήσεις, είτε χτίζοντας κοινωνικά δίκτυα, είτε ως πλατφόρμες συναλλαγών. Οι βασικές τεχνολογίες ήσαν παρόμοιες για όλους, ενώ αυτό που άλλαζε ήταν η χρήση τους, το «επιχειρηματικό μοντέλο». Στην Ελλάδα είχαμε ορισμένες επιτυχίες αυτής της εποχής: BEAT, Workable, Instashop. Η επανάσταση εκείνη ήταν αμιγώς ψηφιακή. Σε αυτό το πλαίσιο, η βασική επιστημονική έρευνα που βρισκόταν στο υπόβαθρο της καινοτομίας δεν ήταν ορατή, και συνήθως δεν είχε σχέση με τις επιχειρήσεις που την εκμεταλλεύτηκαν.
Στη νέα εποχή οι επαναστατικές καινοτομίες βρίσκονται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στον υλικό κόσμο: βιολογία, ενέργεια, ρομποτική, νέα υλικά, κβαντικοί υπολογιστές. Το ψηφιακό σύμπαν (αλγόριθμοι, τεχνητή νοημοσύνη, μεγάλες βάσεις δεδομένων) τροφοδοτεί τις εφευρέσεις των υλικών πραγμάτων. Η έρευνα στα ερευνητικά ιδρύματα αποκτά πιο στενή σχέση με τις τελικές εφαρμογές. Την πρωτοβουλία για τις σημαντικές ανακαλύψεις που θα φέρουν την καινοτομία συνήθως την έχουν οι επιστήμονες, και όχι όσοι παραγγέλνουν «εφαρμοσμένη» έρευνα.
Αυτό τον δρόμο πρέπει να πάρουμε και στην Ελλάδα. Παραδείγματα ήδη έχουμε. Η εταιρεία Biomimetic (όπου έχει επενδύσει το Big Pi) ιδρύθηκε από ερευνητές του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας στο Ηράκλειο για να αναπτύξει την παραγωγή γυαλιού που δεν αντανακλά το φως – όπως τα φτερά του τζίτζικα. Οι οθόνες των τηλεφώνων και των υπολογιστών θα διαβάζονται εύκολα έξω στον ήλιο, σαν χαρτί. Για να το καταφέρουν εργάστηκαν χρόνια στη βασική επιστήμη των νανοπυλώνων και στη διαμόρφωση των απολήξεων με λέιζερ. Κανένας βιομηχανικός πελάτης ή επενδυτής δεν θα τους είχε χρηματοδοτήσει σε εκείνη τη φάση.
Χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες ομάδες επιστημονικής αριστείας όπως αυτή για να μετάσχουμε ισότιμα στη νέα οικονομία της γνώσης. Προϋπόθεση, η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας με μακροχρόνιο ορίζοντα και η αυστηρή αξιολόγηση για να επιλέγονται οι πιο ικανοί επιστήμονες. Το ΕΣΕΤΕΚ επεξεργάζεται τώρα τις σχετικές προτάσεις.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ