Οι διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων, τα γνωστά rankings, έχουν μπει για τα καλά τόσο στην καθημερινότητα των ελληνικών πανεπιστημίων όσο και στη θεματολογία του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ. Συνεχώς αναρτώνται διθυραμβικά άρθρα και δημοσιεύσεις για πολύ σημαντικές επιτυχίες των ελληνικών ΑΕΙ σε διαφορετικού τύπου και εύρους κατατάξεις. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι τελικά πού χρησιμεύουν αυτές οι κατατάξεις πανεπιστημίων και σε τι εξυπηρετούν για την ανάλυση και κατανόηση της πραγματικότητας της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπροσθέτως σε τι κάνουν «σοφότερο» τον Ελληνα γονιό, φοιτητή και όποιον γενικά ενδιαφέρεται για τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Οι διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων αναπτύχθηκαν ως θεσμός τα τελευταία 15 με 20 χρόνια. Η παγκοσμιοποίηση έφερε νέα δεδομένα στις δυνατότητες σπουδών και αύξησε κατά πολύ την κινητικότητα φοιτητών και προσωπικού μεταξύ διαφορετικών χωρών. Ατομα που ενδιαφέρονταν να σπουδάσουν εκτός της χώρας τους αναζητούσαν εξειδικευμένες πληροφορίες για την ποιότητα σπουδών και υποδομών, για την απασχολησιμότητα των αποφοίτων κάθε ιδρύματος, για το ύψος των διδάκτρων κ.λπ. Οι πληροφορίες αυτές θα βοηθήσουν κάθε ενδιαφερόμενο να επιλέξει τη βέλτιστη με βάση τις δυνατότητές του. Επειδή πολλές από τις εξειδικευμένες πληροφορίες σύγκρισης δεν μπορούσε να τις βρει στις τότε ιστοσελίδες και οδηγούς σπουδών, διάφοροι οργανισμοί που δραστηριοποιούνταν στο εκπαιδευτικό marketing κάλυψαν αυτό το κενό, δημιουργώντας παγκόσμιες πολυκριτηριακές κατατάξεις. Συνεπώς η βασική χρησιμότητα των κατατάξεων, η οποία ακόμη και σήμερα παραμένει η ίδια, είναι να βοηθήσει όσους θέλουν να σπουδάσουν, να προβούν σε μια επιλογή που θα βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια και όχι σε φήμες.
Στα χρόνια που πέρασαν οι κατατάξεις εξελίχθηκαν και πολλές από αυτές ενσωμάτωσαν στα κριτήριά τους δείκτες και μεταβλητές που συνδέονται με την ερευνητική συνεισφορά και επίδραση των ιδρυμάτων, τις πολιτικές τους απέναντι στη βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και την παρουσία τους στο Διαδίκτυο. Αυτό συνέβη για να αντιμετωπιστεί η ανισότητα που προκαλούσε η σύγκριση των μεγάλων, γνωστών και «πλούσιων» αμερικανικών πανεπιστημίων σε σχέση με τα υπόλοιπα. Παράλληλα, οι αξιολογήσεις των πανεπιστημίων εξειδικεύτηκαν σε επιμέρους θεματικά και επιστημονικά πεδία, και σε θέματα που αφορούν ακόμη και τις πόλεις και περιοχές που εδρεύουν τα πανεπιστήμια.
Συνεπώς για την ελληνική πραγματικότητα στην οποία ελάχιστους ξένους φοιτητές έχουμε, τουλάχιστον σε προπτυχιακό επίπεδο, η χρησιμότητα των κατατάξεων πανεπιστημίων είναι διττή: Αφενός αναδεικνύεται η πολύ σημαντική ερευνητική επίδραση, πρωτοπορία και καινοτομία των ιδρυμάτων μας, αφετέρου τα αποτελέσματά τους αποτελούν αντίβαρο και απάντηση στον ιδιότυπο λαϊκισμό που συνειδητά υποβαθμίζει το ελληνικό, καλό, δημόσιο πανεπιστήμιο. Οι βαμμένοι τοίχοι, οι καταλήψεις, οι επιθέσεις σε πρυτάνεις και οι μειοψηφίες που προκαλούν προβλήματα δημιουργούν μια ρητορική και επιχειρηματολογία υποβάθμισης, που όμως δεν είναι η πραγματικότητα. Το γεγονός ότι ένα ελληνικό ΑΕΙ βρίσκεται στα top 300 μιας παγκόσμιας κατάταξης σημαίνει πρακτικά και με απλή αναγωγή ότι βρίσκεται στο 1% των καλύτερων ΑΕΙ παγκοσμίως.
Με βάση την εμπειρία και τα συμπεράσματα που έχουμε αποκομίσει με την ειδική ομάδα του ΕΚΠΑ, η οποία τα τελευταία χρόνια μελετά τα rankings, η χρήση των αποτελεσμάτων των παγκόσμιων κατατάξεων δεν πρέπει να οδηγεί ούτε σε θριαμβολογία ούτε σε μεμψιμοιρία. Οι διεθνείς κατατάξεις είναι ευκαιρία να προβάλουμε το πολυδιάστατο ακαδημαϊκό και ερευνητικό έργο που συντελείται στα πανεπιστήμιά μας. Αποτελούν σημαντική επιβεβαίωση του γεγονότος ότι μια μικρή χώρα μπορεί, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες, να παράγει υψηλής ποιότητας δημόσια παιδεία στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Κωνσταντίνος Μπουρλετίδης