Το πανόραμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Ελληνικά πανεπιστήμια και ιδιωτικά κολέγια, με πρώτο το Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην παγκόσμια κατάταξη.
Είναι θετικό ότι η Ελλάδα έχει τρία πανεπιστήμια στα πρώτα 500 διεθνώς; Τα ελληνικά πανεπιστήμια εστιάζουν στο ερευνητικό και ακαδημαϊκό έργο τους και στις επιτυχίες των αποφοίτων τους στην ελληνική αγορά εργασίας αλλά και στο εξωτερικό για να καταδείξουν ότι τα όποια «βαρίδια» τους οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η υποχρηματοδότηση και η έλλειψη προσωπικού. Βεβαίως, περιθώρια βελτίωσης της διεθνούς θέσης των ελληνικών ΑΕΙ υπάρχουν, και γι’ αυτό απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες της ελληνικής πολιτείας και των ίδιων των ΑΕΙ.
Η «Κ» σήμερα –μέσω του διεθνούς «Webometrics Ranking Web of Universities»– παρουσιάζει ένα πανόραμα της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα ιδρύματα παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή τα ιδιωτικά κολέγια. Η κατάταξη καταρτίζεται από τη Cybermetrics (CCHS), μονάδα του Ισπανικού Εθνικού Κέντρου Ερευνών (Spanish National Research Council – CSIC), που αποτελεί και το κύριο ερευνητικό ίδρυμα της Ισπανίας. Δίνει πληροφορίες για περισσότερα από 28.000 ΑΕΙ, με βάση την παρουσία τους στο Διαδίκτυο και την απήχηση του ερευνητικού έργου τους.
Σύμφωνα με την κατάταξη, μεταξύ των ελληνικών ΑΕΙ πρώτο είναι το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ΕΚΠΑ βρίσκεται στην 224η θέση παγκοσμίως μεταξύ 12.000 πανεπιστημίων και στην 48η θέση μεταξύ των 3.238 ΑΕΙ της Ευρωπαϊκής Ενωσης που περιλαμβάνονται στην κατάταξη. Ακολουθούν το ΑΠΘ στη θέση 249, το ΕΜΠ στη θέση 370, ενώ την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν το Παν. Πατρών στη θέση 540 και το Παν. Ιωαννίνων στη θέση 626. Στη συγκεκριμένη κατάταξη περιλαμβάνονται περίπου 12.000 πανεπιστήμια παγκοσμίως από τα 30.000 για τα οποία συγκεντρώθηκαν στοιχεία. Η κατάταξη δημοσιεύεται για 19η χρονιά, από το 2004, και ανανεώνεται δύο φορές τον χρόνο, κάθε Ιανουάριο και Ιούλιο. Σύμφωνα με τον πρύτανη του ΕΚΠΑ Θάνο Δημόπουλο, που παρουσίασε τα στοιχεία συγχαίροντας την κοινότητα του ιδρύματος για τη θέση που έλαβε, στην κατάταξη του Ιουλίου εφαρμόζεται για δεύτερη φορά η νέα μεθοδολογία, η οποία βασίζεται στη μείωση των κριτηρίων από τέσσερα σε τρία. Καταργήθηκε το κριτήριο της «Παρουσίας» (Presence Rank), το οποίο λάμβανε το 5% της συνολικής βαθμολογίας και αφορούσε τον συνολικό όγκο περιεχομένου (ιστοσελίδες, έγγραφα κ.λπ.) που δημοσιεύεται από τον δικτυακό τομέα του ιδρύματος, όπως αυτή παρέχεται από τη μηχανή αναζήτησης Google.
Πλέον η κατάταξη κάθε πανεπιστημίου βασίζεται στα εξής τρία κριτήρια:
• Απήχηση – ορατότητα (Impact Rank) 50%: Η ποιότητα του περιεχομένου αξιολογείται από τη δημοτικότητά του, δηλαδή από τον αριθμό των εξωτερικών δικτυακών συνδέσμων σε περιεχόμενο του ιδρύματος. Υπολογίζει ουσιαστικά τα «backlinks», δηλαδή τους συνδέσμους που έχουν άλλες σελίδες προς την ιστοσελίδα του ΑΕΙ που αξιολογείται. Η δημοτικότητα του περιεχομένου θεωρείται ότι αναγνωρίζει την αξία του ιδρύματος, την ακαδημαϊκή του επίδοση, την αξία και τη χρησιμότητα της δημοσιευμένης πληροφορίας ή υπηρεσίας που παρέχει το ίδρυμα.
• Ανοιχτό επιστημονικό περιεχόμενο (Openness Rank) 10%: Αξιολογείται η συμμετοχή του ιδρύματος στα ανοιχτά επιστημονικά πρότυπα του παγκόσμιου ιστού μέσω του πλήθους των εγγράφων που καταλογογραφούνται στο Google Scholar και του αριθμού των ετεροαναφορών σε αυτά. Πρακτικά η μελέτη των ετεροαναφορών θεωρείται το εγκυρότερο κριτήριο αποτίμησης του επιστημονικού – ερευνητικού έργου ενός πανεπιστημίου. Στο κριτήριο αυτό δεν ενδιαφέρει το πόσα άρθρα έχουν γραφτεί από τους καθηγητές του πανεπιστημίου, αλλά πόσες αναφορές του ονόματος και του έργου του έχουν γίνει σε άρθρα και έρευνες άλλων συγγραφέων και καθηγητών άλλων πανεπιστημίων.
• Αριστεία (Excellence Rank) 40%: Ποσοστό των δημοσιεύσεων του ιδρύματος στο 10% των περισσότερο αναφερόμενων δημοσιεύσεων σε κάθε επιστημονικό πεδίο. Ο δείκτης αυτός προέρχεται από τη SCImago και περιλαμβάνει στοιχεία της πενταετίας 2015-2019 σε 27 διαφορετικά επιστημονικά πεδία.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ