Αντέχει η χώρα επτά Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, όταν δεν υπάρχει η ειδικότητα του καθηγητή Ιστορίας στη μέση εκπαίδευση και την τελευταία 20ετία έχει γίνει μόνο ένας διαγωνισμός για τη στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας;
Σύμφωνα µε ένα γνωστό ανέκδοτο, ο Χότζας, για να κάνει οικονομία, έδινε όλο και λιγότερο φαγητό στον γάιδαρό του. Οταν ένα πρωί μπήκε στον στάβλο και τον βρήκε νεκρό, αναφώνησε: «Κοίτα ατυχία! Τώρα που έμαθε να ζει με λίγα, μου ψόφησε». Αυτό το ανέκδοτο μου φέρνει στον νου η κατάσταση στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Επί δεκαετίες τα ΑΕΙ έμαθαν σιγά σιγά να ζουν με λιγότερα: λιγότερα κονδύλια για βιβλία και υποδομές, λιγότερο προσωπικό, τη χειρότερη αναλογία μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων στην Ε.Ε., μικρότερες προσδοκίες να βρουν απασχόληση οι πτυχιούχοι, χαμηλότατες απαιτήσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Ηταν επομένως φυσικό να σοκάρουν την ελληνική κοινωνία οι επιπτώσεις της ελάχιστης βάσης εισαγωγής που ίσχυσε φέτος: πάνω από 14.000 κενές θέσεις, 40.000 αποτυχόντες.
Για τον Τύπο οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι εποχικό προϊόν. Παράγουν εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα στις αρχές του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου, για να ξεχαστούν στη συνέχεια. Τώρα που χάθηκαν τα δραματικά πρωτοσέλιδα, ας δούμε τα πράγματα με νηφαλιότητα. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι μερίδας του Τύπου προδίδουν μια επιφανειακή αντιμετώπιση: «Χιλιάδες μαθητές εκτός πανεπιστημίων με το έτσι θέλω», «Οι νέοι δεν ξεχνούν τους γδάρτες των ονείρων τους», «Σφαγή υποψηφίων». Το πρόβλημα δεν είναι όμως η ελάχιστη βάση εισαγωγής, αλλά το ότι η μέση εκπαίδευση δεν καλύπτει επαρκώς τη διδακτέα ύλη, παραμελεί τα μαθήματα κορμού και παράγει αποφοίτους που δεν καταφέρνουν να πιάσουν τις γενικά πολύ χαμηλές βάσεις. Τίτλοι όπως «Εκτοξεύθηκαν οι βάσεις εισαγωγής» δίνουν μια στρεβλή εικόνα. Το ότι για να μπει κανείς στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών χρειαζόταν 6.250 μόρια το 2020 και σχεδόν διπλάσια το 2021 (11.406) είναι μεν αριθμητικά μια θεαματική αύξηση, αλλά ουσιαστικά αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από το απαράδεκτο στο ανεκτό.
Τίτλοι όπως «Πανεπιστήμια χωρίς φοιτητές» αγνοούν την ουσία των προβλημάτων των περιφερειακών ΑΕΙ. Αναρωτήθηκαν οι επικριτές της ελάχιστης βάσης εισαγωγής αν οι εισαγόμενοι πληρούν τις προϋποθέσεις για να σπουδάσουν; Το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου δέχθηκε 35 αντί 170 φοιτητές με βάση εισαγωγής μόλις το 10. Στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη έμειναν 73 από τις 94 θέσεις κενές, επειδή οι υποψήφιοι δεν έπιασαν στο ειδικό μάθημα τη βάση του 11, δηλαδή επειδή δεν ξέρουν ιταλικά. Στο Τμήμα Μηχανικών Αρχιτεκτόνων της Ξάνθης ούτε ένας υποψήφιος δεν πήρε 15 στο ειδικό μάθημα. Αναρωτήθηκαν όσοι χύνουν δάκρυα για την εισαγωγή λίγων φοιτητών σε κάποια τμήματα αν διαθέτουν το απαραίτητο μόνιμο διδακτικό προσωπικό για τα προγράμματα σπουδών, ποιος είναι ο ρυθμός αποφοίτησης, πόσο μεγάλη είναι η φοιτητική διαρροή και πόσοι πτυχιούχοι βρίσκουν επαγγελματική αποκατάσταση στο αντικείμενο των σπουδών τους; Μόνο 70% των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών βρίσκουν απασχόληση – είναι το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Σε 160 από τα 270 τμήματα των ΑΕΙ ο δείκτης διαρροής φοιτητών είναι πάνω από 30%· είναι φοιτητές εγγεγραμμένοι σε προγράμματα σπουδών που δεν τους ενδιαφέρουν.
Η χώρα χρειάζεται καλά στελεχωμένα τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών με προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε επαγγελματική αποκατάσταση.
Είναι όντως «ισχυρό πλήγμα στην ελληνική περιφέρεια» το ότι κάποιες περιφερειακές πόλεις θα μείνουν χωρίς φοιτητές; Επί δεκαετίες η ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων θεωρήθηκε παράγοντας ανάπτυξης της περιφέρειας. Είναι μια ανάπτυξη πλασματική που στηρίζεται στην παροχή υπηρεσιών και όχι στην παραγωγή. Δεν είναι ανάπτυξη το να γίνεται το υστέρημα του μικρού νοικοκυριού είσπραξη της γκαρσονιέρας, του φαστφουντάδικου, της καφετέριας και του γυμναστηρίου. Στόχοι της ανώτατης εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι το χρόνιο παρκάρισμα των νέων σε κάποια σχολή, ώστε οι στατιστικές ανεργίας των νέων να είναι κάπως ανεκτές, το να καμαρώνουν οι βουλευτές επειδή οι πόλεις της εκλογικής τους περιφέρειας στεγάζουν τμήματα ΑΕΙ και να χαίρονται οι γονείς επειδή το βλαστάρι τους είναι γραμμένο σε κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα – άσχετα αν σπουδάζει, δίνει εξετάσεις και παίρνει πτυχίο.
Το τι πρέπει να γίνει το ξέρουμε. Η χώρα χρειάζεται καλά στελεχωμένα τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών με προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε επαγγελματική αποκατάσταση. Με αυστηρά κριτήρια θα πρέπει να προσδιοριστεί ποια τμήματα ΑΕΙ είναι βιώσιμα και ποια προγράμματα σπουδών ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Κονδύλια που μπορούν να εξοικονομηθούν από το κλείσιμο μη βιώσιμων τμημάτων θα πρέπει να επενδυθούν στη μέση εκπαίδευση και σε τμήματα εφαρμοσμένων επιστημών. Η μέση εκπαίδευση χρειάζεται ενίσχυση σε διδακτικό προσωπικό, οργάνωση της διδασκαλίας ώστε να καλύπτεται η ύλη και σοβαρό επαγγελματικό προσανατολισμό. Αραγε όσοι θρήνησαν το κλείσιμο του Τμήματος Μουσειολογίας στον Πύργο με τους δύο διδάσκοντες και τους 190 εισακτέους γνωρίζουν τις ανάγκες των μαθητών των λυκείων στην ίδια πόλη; Αντέχει η χώρα επτά Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, όταν δεν υπάρχει η ειδικότητα του καθηγητή Ιστορίας στη μέση εκπαίδευση και την τελευταία 20ετία έχει γίνει ένας μόνο διαγωνισμός για τη στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Και ας υιοθετήσουμε επιτέλους ένα σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ αντίστοιχο με αυτό που ισχύει στις ανεπτυγμένες χώρες. Για αυτά χρειάζεται σοβαρότητα και ευρεία πολιτική συναίνεση. Η παιδεία απαιτεί πολιτικές όχι με ματιά στις επόμενες κάλπες, αλλά στις επόμενες δεκαετίες.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Αγγελος Χανιώτης