Επιλογή Σελίδας

Νέα προγράμματα δημιουργούνται χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, ενώ οι σπουδαστές αυξάνονται, αλλά οι διδάσκοντες μειώνονται.

Πολλοί εισάγονται στα πανεπιστήμια, λίγοι παίρνoυν πτυχίο. Οι λόγοι οφείλονται στις ακαδημαϊκές αδυναμίες των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη δυσκολία των προγραμμάτων σπουδών των ΑΕΙ; Μήπως φταίει το στρεβλό εξεταστικό σύστημα και η νοοτροπία των οικογενειών, που πιστεύουν ότι ένα πανεπιστημιακό πτυχίο θα ανοίξει τις πύλες του Δημοσίου, αντί να κατευθυνθούν στην τεχνολογική εκπαίδευση; Το παράδοξο αυτό, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προέδρου της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) Περικλή Μήτκα, στιγματίζει την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία τα τελευταία χρόνια κάνει αγώνα να πετάξει βαρίδια, που οφείλονται σε πολιτικές και ακαδημαϊκές στρεβλώσεις. Νέα προγράμματα δημιουργούνται, ωστόσο χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, οι φοιτητές αυξάνονται, αλλά οι διδάσκοντες μειώνονται, τα ιδρύματα αρχίζουν να κάνουν κινήσεις εξωστρέφειας. «Στα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχουν τεράστιες δυνάμεις που περιμένουν να απελευθερωθούν για να δημιουργήσουν πολύ περισσότερα απ’ όσα καταφέρνουν τώρα. Οι μηχανισμοί που θα τις απελευθερώσουν δεν χρειάζεται να ανακαλυφθούν. Εχουν ανακαλυφθεί αλλού, αλλά πρέπει να προσαρμοστούν στα καθ’ ημάς. Σε μας που αργήσαμε τόσο πολύ να ανακαλύψουμε την αξιολόγηση –σημαντικός ο ρόλος της ΕΘΑΑΕ– η οποία ακόμη δεν έχει σταθερό βηματισμό και δεν έχει οικοδομηθεί η σχετική κουλτούρα, σε μας που ανακαλύπτουμε με μεγάλη καθυστέρηση την πραγματική εξωστρέφεια και που η διεθνοποίηση των σπουδών μας είναι στα σπάργανα και που απέχουμε, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι είμαστε έτοιμοι να ορίσουμε ουσιωδώς και πόσω μάλλον να διαχειριστούμε το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, που βεβαίως είναι ζητούμενο και ίσως ο βασικότερος μηχανισμός της απελευθέρωσης δυνάμεων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρύτανης του ΕΜΠ και προεδρεύων της συνόδου πρυτάνεων Ανδρέας Μπουντουβής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ, στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι εγγεγραμμένοι περίπου 680.000 προπτυχιακοί φοιτητές και 120.000 μεταπτυχιακοί. Οπως ανέφερε ο κ. Μήτκας στην πρώτη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με θέμα «Το ελληνικό πανεπιστήμιο στην εποχή των εκθετικών τεχνολογικών αλλαγών», στη χώρα σήμερα λειτουργούν 24 πανεπιστήμια και η ΑΣΠΑΙΤΕ στα οποία προσφέρονται 430 προγράμματα προπτυχιακών σπουδών από 427 τμήματα (υπάρχουν άλλα 31 τμήματα αστυνομίας, στρατού κ.λπ.), 1.110 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών και 291 προγράμματα διδακτορικών σπουδών. Υπηρετεί ένα σύνολο περίπου 20.000 διδασκόντων. Τα μόνιμα μέλη ΔΕΠ είναι το 50% αυτών, περίπου λίγο πάνω από 10.000. Αυτό, αυτομάτως, ανεβάζει την αναλογία των φοιτητών ανά διδάσκοντα σχεδόν στους 40. Μια πολύ υψηλή τιμή και μακράν υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ λόγω του «παγώματος» των προσλήψεων. «Αυτό βεβαίως οφείλεται στο γεγονός ότι υπολογίζουμε σε αυτές τις αναλογίες το σύνολο των εγγεγραμμένων φοιτητών και όχι μόνο τους ενεργούς», τόνισε ο κ. Μήτκας.

oi-misoi-foitites-den-fthanoyn-sto-ptychio0«Ενώ ο φοιτητικός πληθυσμός στην Ελλάδα παραμένει μεταξύ των μεγαλύτερων στις χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ, ο αριθμός των αποφοίτων είναι χαμηλότερος. Το 2019-20, ενώ εισήχθησαν περίπου 87.000 νέοι φοιτητές, αποφοίτησαν περίπου 44.000. Τα τελευταία πέντε χρόνια το ποσοστό των αποφοίτων μας σε σχέση με αυτούς που εγγράφονται στο σύνολο των πανεπιστημίων είναι κοντά στο 50%», τόνισε ο κ. Μήτκας.

Οι διδάκτορες μεταναστεύουν προς αναζήτηση σταθερής απασχόλησης στο αντικείμενό τους, ενώ σημειώνουν το έλλειμμα καινοτομίας και θέσεων στις ελληνικές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή διδάκτορες, νέοι ερευνητές στην Ελλάδα μεταναστεύουν προς αναζήτηση σταθερής απασχόλησης στο αντικείμενό τους, ενώ σημειώνουν το έλλειμμα καινοτομίας και αντίστοιχων θέσεων στις ελληνικές επιχειρήσεις σε ερωτηματολόγια ερευνών που έχουν γίνει. Σε ποσοστό περίπου ένας στους τέσσερις, οι μεταδιδάκτορες δήλωσαν ότι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα προκειμένου να μπορέσουν να συμμετάσχουν σε συγκεκριμένη δράση χρηματοδοτούμενη από το ΕΛΙΔΕΚ, που στηρίζει την απασχόλησή τους, εκπαιδευτικά και ερευνητικά, στα πανεπιστήμια.

Ελλείψεις

Από την άλλη, σύμφωνα με τον κ. Μήτκα,  οι εργοδοτικοί φορείς διαπιστώνουν έλλειψη στελεχών πληροφορικής και μηχανικών υπολογιστών, ενώ ο ρυθμός αποφοίτησης στα τμήματα Πληροφορικής και Μηχανικών Υπολογιστών της χώρας παραμένει χαμηλός. Οπως είπε, «οι θέσεις που προσφέρονται, από το 2015 μέχρι σήμερα, στα συναφή τμήματα, περίπου 37 σε όλη τη χώρα, κυμαίνονται σε 8.000 με 9.000 τον χρόνο. Στα ίδια τμήματα και για το ίδιο χρονικό διάστημα, τα τελευταία 5 χρόνια, η συνολική ετήσια παραγωγή πτυχίων δεν ξεπερνά τις 4.000. Το γιατί μένουν μέσα στα πανεπιστήμια άνθρωποι, οι οποίοι έχουν εξασφαλισμένες θέσεις εργασίας –μεγάλη ζήτηση μετά την αποφοίτησή τους– πρέπει να διερευνηθεί».


oi-misoi-foitites-den-fthanoyn-sto-ptychio2

Η σύνδεση με την πραγματική οικονομία

«Πριν από 20 χρόνια κανείς από τους οραματιστές της τεχνολογίας δεν είχε προβλέψει όσα βιώνουμε σήμερα, ενώ σήμερα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τα επαγγέλματα του μέλλοντος. Γι’ αυτό προκύπτουν πολύ μεγάλες προκλήσεις στον τρόπο με τον οποίο τα ΑΕΙ θα συνδεθούν με την οικονομία. Ποια εφόδια, ποιες γνώσεις, ποιες δεξιότητες πρέπει να δώσουν τα ΑΕΙ στους φοιτητές για να μπορέσουν να ενταχθούν στον παραγωγικό ιστό. Πώς θα γίνει η μεταφορά της γνώσης που παράγεται στα ΑΕΙ στην πραγματική οικονομία και προς όφελος της κοινωνίας», επισήμανε μιλώντας στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων ο πρόεδρός της, Βασίλης Διγαλάκης. «Μετά μια οξεία και μακροχρόνια οικονομική κρίση και εν μέσω μιας νέας, υγειονομικής, κρίσης, η χώρα βρίσκεται σε αναζήτηση νέας αναπτυξιακής τροχιάς, με περισσότερα βιώσιμα χαρακτηριστικά. Σε αυτό το περιβάλλον, η ενεργός σύνδεση των πανεπιστημίων με τον παραγωγικό ιστό της χώρας αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Και αυτό γιατί μπορεί να διαμορφώσει τους όρους για παραγωγική ανασυγκρότηση που θα βασίζεται όχι σε φθηνή εργασία, αλλά στην υψηλή προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής. Για να πραγματοποιηθεί αυτό απαιτείται, μεταξύ άλλων, η οικονομία να ενδυναμώσει τις ροές γνώσης μεταξύ των φορέων του οικοσυστήματος έρευνας και καινοτομίας: ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα, επιχειρήσεις, ενώσεις χρηστών και φορείς του Δημοσίου», σημείωσε ο πρύτανης του ΕΜΠ και προεδρεύων της Συνόδου Πρυτάνεων, Ανδρέας Μπουντουβής.

Μάλιστα ο ίδιος προχώρησε σε σημαντικές προτάσεις, μακριά από ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις, όπως ​​​​«θεσμική κατοχύρωση της εμπλοκής των επιχειρήσεων σε προγράμματα διδακτορικών σπουδών ώστε να δημιουργούνται σημαντικά ερείσματα για χρηματοδότηση προγραμμάτων διδακτορικών σπουδών από επιχειρήσεις και νομική κατοχύρωση της παρουσίας τους ως φορέων συνεπίβλεψης των διατριβών». Ακόμη, ζήτησε ως κίνητρο «ελκυστική φορολογική πολιτική για επιχειρήσεις που συνεργάζονται με ΑΕΙ στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικών διατριβών, όπως επίσης και καθιέρωση μειωμένων εργοδοτικών εισφορών για έρευνα και ανάπτυξη από τις επιχειρήσεις αυτές». Παράλληλα, ο κ. Μπουντουβής πρότεινε να υπάρξει πρόβλεψη για αξιοποίηση των παραγόμενων αποτελεσμάτων της έρευνας από τις επιχειρήσεις, εφόσον αυτές συμμετείχαν παρέχοντας δεδομένα, εξοπλισμό, τεχνογνωσία ή χρηματοδότηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, σημαντικό είναι να δημιουργηθεί πλαίσιο απασχόλησης για όσους εκπονούν διδακτορική διατριβή εντός επιχείρησης, με σκοπό την απορρόφησή τους από την επιχείρηση, συμβάλλοντας και στην αποφυγή του brain drain.

Ιχνηλάτηση της επαγγελματικής πορείας

Εθνικό σύστημα ιχνηλάτησης της επαγγελματικής πορείας των αποφοίτων ΑΕΙ θα λειτουργήσει στη χώρα μας. Αυτό ανακοίνωσε στη Βουλή ο πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ Περικλής Μήτκας. «Η Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό και εθνικό σύστημα ιχνηλάτησης της επαγγελματικής πορείας αποφοίτων. Είναι κάτι που ξεκινάει σε όλη την Ευρώπη. Υπάρχει χρηματοδότηση. Θα μπουν σιγά σιγά τα πανεπιστήμια και θα αρχίζουν να ενδιαφέρονται για το τι κάνουν οι απόφοιτοί τους, όσο ενδιαφέρονται ή πρέπει να ενδιαφέρονται η κυβέρνηση, η κοινωνία και οικονομικοί φορείς» είπε, προσθέτοντας: «Ετσι αναπτύσσεται ένα ευρωπαϊκό δίκτυο ιχνηλάτησης αποφοίτων, θεσμοθετούνται εθνικά κέντρα αναφοράς και λαμβάνεται μέριμνα για την επιστημονική και οικονομική υποστήριξη των ΑΕΙ σε σχέση με το θέμα».

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Απόστολος Λακασάς