Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν οδηγούν στη συσχέτιση των επιδόσεων μαθητών με το ποσοστό εμβολιασμού της χώρας.
Η πανδημία θέτει νέες προκλήσεις στην ελληνική εκπαίδευση. Η χρήση των νέων τεχνολογιών ως μέσου αναζήτησης της γνώσης αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα για το μέλλον, την ίδια στιγμή που επιτακτική είναι η ενίσχυση του επιστημονικού εγγραμματισμού των μαθητών. Ο λόγος για τη δυνατότητα των μαθητών μας να σκέφτονται επιστημονικά, να αναζητούν πηγές για να τεκμηριώνουν και να αξιολογούν τις γνώσεις που παίρνουν είτε στο σχολείο και στον κοινωνικό τους περίγυρο είτε στο Διαδίκτυο. Μάλιστα, ο διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ το 2015 άνοιξε τη συζήτηση για τον επιστημονικό εγγραμματισμό των μαθητών.
Σήμερα, υπάρχουν απόψεις ότι οι μέτριες επιδόσεις της Ελλάδας στους διαγωνισμούς PISA συσχετίζονται, και εξηγούν εν μέρει, με τη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη της χώρας. Επιστήμονες που καταθέτουν στην «Κ» την άποψή τους για το θέμα, αναφέρουν ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δεν οδηγούν στη συσχέτιση των επιδόσεων των 15χρονων μαθητών μιας χώρας στο PISA με το ποσοστό εμβολιασμού της χώρας. Ενδεικτικά, η Ελλάδα έχει υψηλότερο ποσοστό εμβολιασμών σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες με μέτριες θέσεις στον διαγωνισμό του ΟΟΣΑ. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. «Είναι πολύ σημαντικό να καλλιεργηθεί ο επιστημονικός εγγραμματισμός, που σχετίζεται με το επιστημονικό σκέπτεσθαι, δηλαδή με τον τρόπο που σκέφτονται οι μαθητές. Αυτό, προφανώς, δεν συνδέεται μόνο με τα μαθήματα των θετικών επιστημών, όπως η βιολογία, αλλά και των ανθρωπιστικών επιστημών», παρατηρεί στην «Κ» ο κ. Αναστάσιος Εμβαλωτής, καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Παν. Ιωαννίνων. Ζητούμενο είναι η καλλιέργεια της διερευνητικής μάθησης, όπως στοχεύουν και τα νέα 166 προγράμματα σπουδών για νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο (πλην της Γ΄ Λυκείου), τα οποία έχει προγραμματιστεί να παρουσιαστούν σήμερα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από την ηγεσία του υπ. Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Δεν φταίνε οι αριθμοί
Η στατιστική δεν είναι πολιτική. Μπορούμε όμως να κάνουμε πολιτική με τη στατιστική; Μπορούμε να συσχετίζουμε με αυθαίρετο τρόπο άσχετα στατιστικά δεδομένα για να στηρίξουμε μια θέση; Η απάντηση για εμένα είναι αυτονόητη και μέρος της δουλειάς μου είναι να γίνει αυτονόητη και για τους φοιτητές μου. Παρακολουθώντας, ωστόσο, το τελευταίο διάστημα σειρά από δημόσιες παρεμβάσεις, διαπίστωσα πως ό,τι είναι αυτονόητο για την επιστήμη της Στατιστικής δεν είναι για τη δημόσια σφαίρα. Ενδεικτικά σε δημόσιες τοποθετήσεις της η Αννα Διαμαντοπούλου συσχέτισε τα αποτελέσματα του PISA με τα ποσοστά εμβολιασμού, ενώ σε ανάλογο συσχετισμό προέβη και ο Στάθης Καλύβας. Και στις δύο παρεμβάσεις το συμπέρασμα ήταν ίδιο: «Χαμηλός βαθμός στην εκπαίδευση, υψηλός αριθμός ανεμβολίαστων».
Αν και παρακολουθώ στενά τις μελέτες του ΟΟΣΑ που σχετίζονται με την εκπαίδευση, αρχικά πίστεψα πως κάτι μου είχε διαφύγει. Οσο και αν απέκλεια το γεγονός να υπήρχε σχετική έρευνα του PISA που να αγνοώ, θεώρησα βέβαιο πως υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να στοιχειοθετούν τις δημόσιες αυτές τοποθετήσεις. Ηταν όμως μια λέξη-κλειδί σε σχετικό δημοσίευμα που κέντρισε ακόμη περισσότερο την περιέργειά μου: «Την αντικειμενική δυσκολία κατανόησης της ανάγκης να υιοθετήσουν οι πληθυσμοί ευρωπαϊκών χωρών μια σύσταση από τον χώρο της επιστήμης ως μοναδικό όπλο απέναντι σε μια φονική πανδημία που σαρώνει τον πλανήτη αναδεικνύουν οι πίνακες του ECDC με τα ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων επί του συνολικού πληθυσμού σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής έρευνας του προγράμματος PISA». Συνδυασμός. Αυτή ήταν η (μη επιστημονική) λέξη που με οδήγησε σε ενδελεχή αναζήτηση.
Καμία μελέτη του ΟΟΣΑ αλλά ούτε και της Statista (εταιρείας που ειδικεύεται στα δεδομένα της αγοράς και των καταναλωτών) ή του ECDC δεν υπάρχει που να συσχετίζει τα αποτελέσματα του PISA με τα ποσοστά των ανεμβολίαστων. Πρόκειται για εντελώς αυθαίρετο συσχετισμό, που δεν προκύπτει από στατιστική ανάλυση. Και βεβαίως οι πίνακες που ερμηνεύονται ως «σημαντικές γεωγραφικές συμπτώσεις» το μόνο που προσφέρουν είναι να αδικούν και να υπονομεύουν τη Στατιστική, μια επιστήμη η οποία, ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται πολλές φορές κατά το δοκούν, υποχρεώνεται να δίνει συχνά μάχες στα χαρακώματα της αξιοπιστίας.
Λέω συχνά πως η Στατιστική δεν είναι επιστήμη σκοπιμοτήτων. Παρεμβάσεις όπως αυτές των τελευταίων ημερών με υποχρεώνουν να το επαναλάβω. Οπως κάνω συχνά στο αμφιθέατρο, έτσι και από τις φιλόξενες σελίδες της «K» θα μεταφέρω και αυτό που έχει γράψει η Cathy O’ Neil: Είναι πολύ εύκολο οι αριθμοί να γίνουν επικίνδυνοι για τη δημοκρατία. Δεν φταίνε οι αριθμοί, διαμαρτυρήθηκε φίλη στατιστικολόγος. Ας αφήσουμε την ερμηνεία των αριθμών στους ειδικούς για να μην κινδυνεύουμε από γνωστικές στρεβλώσεις που οδηγούν σε υιοθέτηση λάθος πολιτικών. Η στατιστική είναι απαραίτητο και χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση και ερμηνεία του κόσμου και για την ανακάλυψη και τη διατύπωση της αλήθειας. Οπως είπε ο Andrejs Dunkels: «Είναι εύκολο να πεις ψέματα με τη στατιστική. Αλλά είναι δύσκολο να πεις την αλήθεια χωρίς αυτήν».
* Η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου είναι καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, εθνική συντονίστρια PISA.
Η Ελλάδα σε πλεονεκτικότερη θέση
Πώς σχετίζονται οι επιδόσεις των μαθητών στο διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης μαθητών με τα ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων πολιτών κατά της COVID-19 στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.; Η έρευνα PISA (Programme for International Student Assessment) είναι μια παγκόσμια έρευνα αποτίμησης εκπαιδευτικών συστημάτων, στην οποία συμμετέχουν 15χρονοι μαθητές σε περισσότερες από 70 χώρες. Παρά το γεγονός ότι αναφορικά με τις επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα υπάρχουν διαθέσιμα τα δεδομένα του τελευταίου διαγωνισμού (2018), αποφασίστηκε ο έλεγχος της σχέσης να γίνει με τα δεδομένα του προηγούμενου, καθώς το 2015 η έρευνα εστίασε σε μετρήσεις επιδόσεων στις φυσικές επιστήμες και επιστημονικού εγγραμματισμού, οι οποίες «χρωματίζουν» διαστάσεις αναφορικά με τη φύση της επιστήμης και εκτιμήσεις για την εγκυρότητα της επιστημονικής μεθοδολογίας ως πηγή γνώσης.
Το παραπάνω γράφημα απεικονίζει τη σχέση μεταξύ επίδοσης στις φυσικές επιστήμες και εμβολιαστικής κάλυψης στις 27 χώρες της Ε.Ε. την 43η εβδομάδα εμβολιασμών. Η επίδοση της Ελλάδος στην έρευνα PISA είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και όμοια με αυτή της Σλοβακίας και της Βουλγαρίας. Παρ’ όλα αυτά, βάσει της συσχέτισης, η χώρα μας σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς φαίνεται να βρίσκεται –συγκρινόμενη με τις χώρες ανάλογης επίδοσης στο PISA– σε πλεονεκτικότερη θέση. Οι επιστημικές πεποιθήσεις (epistemic beliefs) αναφέρονται σε απόψεις των μαθητών σχετικά με τη φύση της επιστήμης, τον επιστημονικό τρόπο σκέψης και την εγκυρότητα της επιστημονικής μεθοδολογίας ως πηγή γνώσης. Από τις απαντήσεις των μαθητών στις σχετικές ερωτήσεις προκύπτει ότι οι Ελληνες μαθητές έχουν σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο επιστημικών πεποιθήσεων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρόμοιο με αυτό της Βουλγαρίας και της Ολλανδίας, χώρες με τις οποίες η διαφορά δεν είναι στατιστικά σημαντική.
Από τα δεδομένα προκύπτει ότι υπάρχει υψηλή συσχέτιση της επίδοσης στο PISA 2015 με τα ποσοστά εμβολιασμού στις χώρες της Ε.Ε. Συγκεκριμένα, χαμηλές επιδόσεις στις φυσικές επιστήμες και στις επιστημικές πεποιθήσεις σχετίζονται με χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης. Χώρες στις οποίες οι μαθητές δείχνουν να εκτιμούν την αξία των επιστημονικών προσεγγίσεων στην έρευνα ως πηγή γνώσης έχουν καταφέρει να επιτύχουν υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης. Η σχέση αυτή μάλιστα είναι πολύ πιο ισχυρή από την αντίστοιχη σχέση επίδοσης – εμβολιασμών.
Η Ελλάδα, ωστόσο, με χαμηλές επιδόσεις στις φυσικές επιστήμες και χαμηλά επίπεδα επιστημικών πεποιθήσεων, έχει καταφέρει να «καλύψει» εμβολιαστικά μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών έναντι άλλων χωρών, των οποίων οι μετρήσεις για την εμπιστοσύνη στην επιστήμη προδιαθέτουν για μεγαλύτερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης. Μήπως η παραπάνω εικόνα αναδεικνύει τη σημασία των επενδύσεων για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και του επιστημονικού εγγραμματισμού των μαθητών;
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ