Τα Μαθηματικά εμφανίζονται να είναι μεγάλο «αγκάθι» για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι μισοί 15χρονοι μαθητές του γυμνασίου δεν κατάφεραν να απαντήσουν σωστά στις εθνικές εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα, του ελληνικού «PISA», όπως ονομάστηκε, καθώς ακολουθεί τη φιλοσοφία του διαγωνισμού του ΟΟΣΑ. Επίσης, και στο δημοτικό, παρότι οι 12χρονοι δείχνουν στα Μαθηματικά να ασθμαίνουν, τα πήγαν καλύτερα από τους εφήβους. Καλύτερες είναι οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στη Νεοελληνική Γλώσσα. Με βάση τη γενική εικόνα των επιδόσεων, το ποτήρι εμφανίζεται μισογεμάτο, ωστόσο η ποιοτική μελέτη των αποτελεσμάτων καταδεικνύει σοβαρά αδύναμα σημεία του ελληνικού σχολείου. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το υπουργείο Παιδείας θα δώσει βάρος στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για την υλοποίηση των νέων προγραμμάτων σπουδών από τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Ειδικότερα, χθες το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα του εθνικού διαγωνισμού «PISA», που πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου σε 554 σχολεία όλων των τύπων σε όλη τη χώρα, με τη συμμετοχή 11.411 μαθητών. Το ΙΕΠ, για να έχει εικόνα για τα μαθησιακά αποτελέσματα των δύο υποχρεωτικών βαθμίδων, επέλεξε τους μαθητές των τελευταίων τάξεων, της ΣΤ΄ Δημοτικού και της Γ΄ Γυμνασίου. Στις εξετάσεις μετείχαν 4.830 μαθητές από 261 δημοτικά σχολεία και 6.581 μαθητές από 293 γυμνάσια. Στόχος των εθνικών εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα ήταν η αποτύπωση του βαθμού ανταπόκρισης στις εξεταζόμενες γνώσεις και δεξιότητες, και όχι η κατάταξη των μαθητών και των μαθητριών σε μια κλίμακα επιτυχίας. Για τον λόγο αυτό δεν υφίσταται βαθμολόγηση με άριστα και βάση, αλλά ποσοστά σωστών, μερικώς σωστών και λανθασμένων απαντήσεων. Κάθε ερώτηση συνοδευόταν από 4 πιθανές απαντήσεις, μία σωστή, μία μερικώς σωστή και δύο λανθασμένες. Τόσο η μερικώς σωστή όσο και οι λανθασμένες εκφράζουν συγκεκριμένα είδη γνώσεων και δεξιοτήτων (ή λαθών, παρανοήσεων και ελλείψεων).
Ένα βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι μαθητές του δημοτικού πήγαν καλύτερα από τους μαθητές του γυμνασίου τόσο στη Νεοελληνική Γλώσσα όσο και στα Μαθηματικά. Αυτό εξηγείται από μια πιθανώς χαλαρή διάθεση με την οποία αντιμετώπισαν τις εξετάσεις οι μαθητές του γυμνασίου σε σχέση με εκείνους του δημοτικού, όπως εκτίμησε μιλώντας χθες στην «Κ» ο γραμματέας της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας (ΕΜΕ) Ιωάννης Τυρλής. Από την άλλη, όπως ανέφερε στην «Κ» η Χρύσα Σοφιανοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Παν. Αθηνών, μέλος της επιτροπής για τις εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα καθώς και εθνική συντονίστρια του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ, τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν και στην ξαφνική αύξηση του επιπέδου δυσκολίας των Μαθηματικών στο γυμνάσιο σε σχέση με το δημοτικό. «Τα παιδιά στο γυμνάσιο είναι σαν να βρίσκονται μπροστά σε έναν γκρεμό», ανέφερε έμπειρος μαθηματικός.
Οι επιδόσεις
Ως προς τις επιδόσεις των μαθητών, στο δημοτικό, στη Γλώσσα το 72,9% των απαντήσεων ήταν σωστές και το 17,3% μερικώς σωστές, ενώ στα Μαθηματικά τα ποσοστά ήταν 66,5% και 13,2%, αντιστοίχως. Στο γυμνάσιο, στη Γλώσσα το 57,1% των απαντήσεων ήταν σωστές και το 23,1% μερικώς σωστές, ενώ στα Μαθηματικά τα ποσοστά ήταν 45,4% και 20,5%, αντιστοίχως. Άρα, στα Μαθηματικά οι μαθητές γυμνασίου… πάτωσαν. Και κυρίως στα πολύ δύσκολα.
Καθώς οι ερωτήσεις ήταν κατανεμημένες σε τρία επίπεδα δυσκολίας, μελετώντας τα επιμέρους στοιχεία του διαγωνισμού προκύπτουν τα ακόλουθα:
• Στο δημοτικό, στη Γλώσσα τα υψηλότερα ποσοστά σωστών και μερικώς σωστών απαντήσεων εμφανίζονται στο πεδίο «Λεξιλόγιο» και τα χαμηλότερα στο πεδίο «Γραμματική – Συντακτικό». Στα Μαθηματικά, τα υψηλότερα ποσοστά σωστών και μερικώς σωστών απαντήσεων εμφανίζονται στο πεδίο «Συλλογή και επεξεργασία δεδομένων» και τα χαμηλότερα στο πεδίο «Επίλυση προβλημάτων».
Στο γυμνάσιο, στη Γλώσσα τα υψηλότερα ποσοστά σωστών και μερικώς σωστών απαντήσεων εμφανίζονται στο πεδίο «Λεξιλόγιο» και τα χαμηλότερα στο πεδίο «Γραμματική – Συντακτικό». Στα Μαθηματικά, τα υψηλότερα ποσοστά σωστών και μερικώς σωστών απαντήσεων εμφανίζονται στο πεδίο «Τρίγωνα, τετράπλευρα, σχέσεις και ιδιότητες» και τα χαμηλότερα στο πεδίο «Τετραγωνικές ρίζες, δυνάμεις».
Με βάση τον χαρακτήρα κάθε ερώτησης και στα δύο υπό εξέταση μαθήματα/δεξιότητες, διακρίνεται ότι οι μαθητές τα πήγαν καλύτερα στο πρώτο επίπεδο από πλευράς δυσκολίας, δηλαδή τη θεωρία (όπως είναι, για παράδειγμα, η αναγνώριση βασικών μαθηματικών εννοιών, ο εντοπισμός πληροφοριών και η γνώση απλών γραμματοσυντακτικών φαινομένων), για την οποία αρκεί η αποστήθιση. Ωστόσο, οι μαθητές και του δημοτικού και του γυμνασίου τα βρήκαν μπαστούνια στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων που χρειάζεται κριτική σκέψη.
Προβληματισμός
Η αποτυχία πάντως στα Μαθηματικά, και ιδίως στις ερωτήσεις που η απάντησή τους απαιτεί κριτική σκέψη, στις οποίες μόνο το 38,9% των απαντήσεων ήταν σωστές, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Οπως τόνισε ο καθηγητής στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας Γιάννης Εμμανουήλ, σχολιάζοντας στην «Κ» τα αποτελέσματα του ελληνικού «PISA» και τη σημασία των μαθηματικών δεξιοτήτων, «για να μπορέσει να παρακολουθήσει η Ελλάδα τις τεχνολογικές εξελίξεις και να λάβει ενεργά μέρος στην ανάπτυξη του ψηφιακού τοπίου που διαμορφώνεται στην παγκόσμια κοινότητα, ο μαθηματικός εγγραμματισμός της νέας γενιάς, δηλαδή των μαθητών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι κομβικός και απολύτως απαραίτητος. Τα Μαθηματικά είναι η γλώσσα στην οποία γράφονται και το υπόβαθρο στο οποίο βασίζονται σχεδόν όλες οι επιστημονικές καινοτομίες, και είναι πολύ πιθανό ότι αυτό θα ισχύει και στο μέλλον. Η Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία θα εγκύψει προσεκτικά και θα εξετάσει τις συνέπειες των εκπαιδευτικών συνθηκών που επικράτησαν στα τελευταία χρόνια της πανδημίας. Ενδεχομένως εκεί οφείλεται –έστω μερικώς– και το σχετικά χαμηλό ποσοστό των σωστών απαντήσεων στα Μαθηματικά του γυμνασίου στις πρόσφατες εθνικές εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα».
Πηγή: Η Καθημερινή