Την εβδομάδα που μας πέρασε την αφιέρωσα σχεδόν εξ ολοκλήρου στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση. Ζήτημα για τους περισσότερους μάλλον περιθωριακό. Εδώ πασχίζουμε να βρούμε τρόπους ώστε τα παιδιά μας να αποκτήσουν δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν, όταν θα αποφοιτήσουν, να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία κι εσύ ασχολείσαι με τον μέθυσο κοσμοκαλόγερο από τη Σκιάθο ή εκείνον τον άλλον που τον έκλεισαν στο Δρομοκαΐτειο. Κατ’ αρχάς, ας σημειώσουμε τη διαφορά των μεγεθών. Ο τρόπος με τον οποίον το γυμνάσιο και το λύκειο προετοιμάζει τους εφήβους για τη συνέχεια είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Αναζητούνται παράμετροι οι οποίες επεξεργάζονται τις κατάλληλες δεξιότητες. Στον τομέα αυτόν απαιτείται ευλυγισία του συστήματος και, κυρίως, εγρήγορση για την παρακολούθηση των απαιτήσεων της παναγίας και πανταχού παρούσας «αγοράς».
Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, όμως, είναι υπαρξιακό ζήτημα για την εκπαίδευση. Τι εννοώ; Από τη διδασκαλία της λογοτεχνίας εξαρτώνται η σχέση του εφήβου με τη γλώσσα του και η δυνατότητά του να κατανοήσει ένα κείμενο. Δύο δεξιότητες συνυφασμένες, στις οποίες ξέρουμε ότι υστερούν όχι μόνον οι σημερινοί έφηβοι αλλά και οι χθεσινοί και οι προχθεσινοί. Και το λέω αυτό για να τονίσω ότι το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό με τη στενή σημασία της πολιτικής, αν ο υπουργός δηλαδή είναι αριστερός ή δεξιός. Το πρόβλημα μπορεί να είναι πολιτικό, όμως με την ευρεία έννοια της πολιτικής, τον τρόπο που η ελληνική κοινωνία ως σύνολο αντιμετωπίζει την εκπαίδευση. Και εκεί η διδασκαλία της λογοτεχνίας είναι το ελάχιστο. Γιατί η λογοτεχνία είναι το ελάχιστο. Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία που μιλάει πολύ και έχει απόψεις περί παντός, ωστόσο διαβάζει ελάχιστα, αν όχι καθόλου. Και όσο λιγότερο διαβάζει τόσο περισσότερες απόψεις έχει. Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνεται την αξία της λογοτεχνίας. Και όταν λέω λογοτεχνία δεν αναφέρομαι μόνο στις συμβατικές εκδοχές της, την ποίηση ή την πεζογραφία. Αναφέρομαι σε αυτήν με την ευρύτερη δυνατή σημασία. Το έργο του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου είναι ένα πρώτου μεγέθους λογοτεχνικό έργο. Γιατί απουσιάζει, ακόμη και ως απλή αναφορά, από την εκπαίδευση;
Ας μη γελιόμαστε. Οι «φιλόλογοι» το ζουν στο πετσί τους. Κάποτε ήσαν η ελίτ ενός συστήματος που αντιμετώπιζε τα «φιλολογικά» μαθήματα ως ραχοκοκαλιά του. Σήμερα παλεύουν να επιβιώσουν επιχειρηματολογώντας για τη σημασία του γνωστικού τους πεδίου. Κάποτε στις φιλοσοφικές σχολές δήλωναν υποψήφιοι όσοι «αγαπούσαν το διάβασμα» – αχ, αυτή η έκφραση. Αγαπούσαν το διάβασμα και πρώτευαν στα φιλολογικά μαθήματα. Σήμερα, ποιοι δηλώνουν ενδιαφέρον για τις φιλολογικές σπουδές; Και πόσοι απ’ αυτούς αντιλαμβάνονται ότι η γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από απλό γνωστικό πεδίο. Η γλώσσα δεν είναι ένα γνωστικό πεδίο. Είναι το εργαλείο που ξεκλειδώνει τους δρόμους της γνώσης και της σκέψης.
Και εδώ φτάνουμε στον πυρήνα του προβλήματος. Δεν διδάσκουν σοβαρά τη λογοτεχνία στη μέση εκπαίδευση όχι επειδή δεν θέλουν. Επειδή δεν μπορούν. Και αυτό δεν είναι θέμα πολιτικής βούλησης, δεξιάς ή αριστεράς. Είναι θέμα της μιας και κυρίαρχης πολιτικής βούλησης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως πάρεργο. Κοινώς αντιμετωπίζει τη γλώσσα μας ως πάρεργο. Η γλώσσα μας δεν είναι ένα σύνολο γραμματοσυντακτικών και ορθογραφικών κανόνων. Η γλώσσα μας είναι μια πολύπλοκη μηχανή που λειτουργεί βάσει κανόνων, όμως παράγει πολύ περισσότερα από όσα αυτοί οι κανόνες επιβάλλουν. Και με αυτά τα «πολύ περισσότερα» περιμένω η εκπαίδευση να φέρει σε επαφή τον έφηβο. Δεν λέω ότι θα τα εξαντλήσει. Oμως, τουλάχιστον να του επιτρέψει να τα γευθεί.
Oταν μπήκα στο γυμνάσιο η «λογοτεχνία» αντιμετωπιζόταν ως σχεδόν ανατρεπτική δραστηριότητα. Hταν τα χρόνια της χούντας. Ούτε και θυμάμαι ποια κείμενα μας δίδασκαν τότε. Και δεν μπορώ να πω πως η επαφή με τα κείμενα μέσα στην τάξη ήταν η καλύτερη. Τότε μας ζητούσαν «καλλολογικά» στοιχεία, τώρα ζητούν «τροπική» βεβαιότητα και «επιστημική» βεβαιότητα – ο Θεός να σε φυλάει.
Αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερο να μη διδάσκεται η λογοτεχνία στο σχολείο. Να αφήναμε τα παιδιά ελεύθερα να την προσεγγίζουν με τον τρόπο τους. Δεν είναι κακή ιδέα. Προκειμένου να τα σπρώχνουμε να την αντιπαθήσουν.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ– Τάκης Θεοδωρόπουλος