Στην έναρξη μιας νέας ακαδημαϊκής χρονιάς, τα τμήματα των πανεπιστημίων της χώρας αναμετρούν «δυνάμεις», με τα σύγχρονα επιστημονικά αντικείμενα να κερδίζουν τις εντυπώσεις και την προσοχή, ενώ άλλα να μένουν πίσω. Η ολοκλήρωση του δεύτερου μέρους του νέου εξεταστικού συστήματος για τα ΑΕΙ, άφησε φέτος κενές θέσεις σε πολλά τμήματα και πολλούς υποψήφιους εκτός πανεπιστημίων, ωστόσο έδωσε και μια σαφή εικόνα για την πραγματική «δύναμη» των επιστημονικών τους κατευθύνσεων. Ποιοι όμως ήταν οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι την φετινή χρονιά στις Πανελλαδικές και τι συμπεράσματα βγάλαμε;
«Υπάρχει έντονος προβληματισμός για τα τμήματά των ΑΕΙ που έμειναν φέτος με πολλές κενές θέσεις» λέει σχετικά ο σύμβουλος σταδιοδρομίας Χρήστος Ταουσάνης. «Για πολλά τμήματα βέβαια, υπάρχει ο αντίλογος πως βρίσκονται στην περιφέρεια και δεν τα δηλώνουν εύκολα οι υποψήφιοι, σε άλλα ότι φταίει ο υψηλός συντελεστής που διαμόρφωσε το νέο εξεταστικό σύστημα κ.ο.κ. Ωστόσο, αυτή είναι μια αρχική ανάγνωση καθώς εάν ένα τμήμα καταφέρει να προσελκύσει πολλές προτιμήσεις υποψηφίων με αντίστοιχες βαθμολογίες, θα καταφέρει να υπερπηδήσει και αυτά τα εμπόδια» συνεχίζονται.
Όπως εξηγεί, είδαμε το καλοκαίρι ξαφνικά, καταξιωμένες σχολές να μένουν με πολλές κενές θέσεις. «Για παράδειγμα, στη μεγαλύτερη κατηγορία των υποψηφίων (της γενικής σειράς των Γενικών Λυκείων), η Φιλολογία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε σε ποσοστό 51% κενές θέσεις. Αντίστοιχα, στη Φιλολογία του πανεπιστημίου Αθηνών κοντά στο 35% των θέσεων παρέμειναν κενές. Αν πάμε σε περιφερειακά τμήματα θα δούμε ακόμα πιο εντυπωσιακά ποσοστά όπως π.χ. το τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας (Μυτιλήνη) να έχει κενό το 81% των θέσεων του κενές ή το τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής (Καβάλα) του Διεθνούς πανεπιστημίου να καλύπτει μόλις 99 από τις 208 θέσεις και να αφήνει κενό ένα ποσοστό 52%. Επίσης, ένα κεντρικό τμήμα, το Γραφιστικής και Οπτικής Επικοινωνίας (Αιγάλεω) να έχει αντίστοιχο ποσοστό κενών θέσεων 49% κ.ο.κ.» λέει ο κ. Ταουσάνης.
Ποια τμήματα κέρδισαν έτσι, το «στοίχημα» των φετινών εξετάσεων και κάλυψαν τις θέσεις τους παρά κάποιες ενδεχόμενες δυσχέρειες ή εξεταστικούς περιορισμούς;
Σχολιάζοντας τα παράδοξα της φετινής διαδικασίας, ο ίδιος αναφέρει το παράδειγμα του τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στην Πάτρα. «Το τμήμα αυτό κάλυψε και τις 161 προσφερόμενες θέσεις και μάλιστα 143 υποψήφιοι των Γενικών Λυκείων το είχαν δηλώσει ως 1η προτίμηση» αναφέρει.
Στην Κατερίνη
Στο ίδιο πεδίο, το τμήμα Διοίκησης Εφοδιαστικής Αλυσίδας του Διεθνούς πανεπιστημίου παρά το γεγονός ότι εδρεύει στην περιφέρεια (Κατερίνη) και όχι σε κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο, επίσης κάλυψε όλες τις θέσεις του και είχε 68 πρώτες προτιμήσεις, λέει ο κ. Ταουσάνης. Άλλο πετυχημένο παράδειγμα, περιφερειακού πανεπιστήμιου αποτελεί το τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας το οποίο κάλυψε όλες τις θέσεις αποτελώντας, στην κατηγορία των Γενικών Λυκείων 1η επιλογή για 28 μαθητές, και συγκεντρώνοντας στην ίδια κατηγορία σχεδόν 2500 προτιμήσεις. «Για να αντιληφθούμε πόσο σημαντική είναι -κατά αναλογία- αυτή η εξέλιξη για τα τμήματα, αρκεί να αναλογιστούμε πως π.χ. το Μαθηματικό της Αθήνας είχε 84 πρώτες προτιμήσεις ή το Γεωπονίας του Διεθνούς πανεπιστημίου είχε 30» συνεχίζει.
Στο ίδιο πνεύμα, αξιοσημείωτες είναι και οι περιπτώσεις τμημάτων όπως το Οικονομικής και Διοίκησης Τουρισμού (Αιγαίου), Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας (Λάρισα), Μηχανικών Επιστήμης Υλικών (Ιωάννινα), Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων (Καστοριά) και αρκετά ακόμη.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την τελική εικόνα, όπως αναφέρει ο ίδιος είναι αρκετοί και αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και σε παρεμφερή προγράμματα σπουδών, μπορεί να έχουμε μια εντελώς διαφορετικη εικόνα.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια κοινά στοιχεία στα τμήματα που απέδειξαν αυτά τα θετικά αποτελέσματα. «Το πρώτο είναι πως τα περισσότερα από αυτά έχουν επιδείξει μια σημαντική εξωστρέφεια προς τη μαθητική κοινότητα και την κοινωνία» εξηγεί. «Το δεύτερο είναι ότι αρκετά από αυτά έχουν διαμορφώσει ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα σπουδών κοντά στις παρούσες αλλα και αυριανές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ένα πρόγραμμα σπουδών το όποιο, ανεξαρτήτως εάν το τμήμα βρίσκεται στο πεδίο των Ανθρωπιστικών Επιστημών ή Οικονομίας ή Θετικών σπουδών κ.λπ., δίνει μια προοπτική απασχόλησης και επιπρόσθετα προσπαθεί να εφοδιάσει τους σπουδαστές με σημαντικές γνώσεις και δεξιότητες».
Από την άλλη πλευρά, το παράδοξο της σύγχρονης αγοράς εργασίας πλέον είναι ευρύτερα γνωστό. Από τη μία» αναφέρει ο κ. Ταουσάνης, «θα διαπιστώσουμε ότι στη χώρα μας, κατά το Β τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛ.ΣΤΑΤ.)», η ανεργία αφορούσε 591.573 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση μεν κατά 19,2%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους αλλά το ποσοστο δεν παύει να ανέρχεται σε 12,4% του πληθυσμού. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται και διαφοροποιείται σημαντικά από ηλικία σε ηλικία και από περιφέρεια σε περιφέρεια. Την ίδια στιγμή, πάλι η ΕΛ.ΣΤΑΤ., στην τριμηνιαία ανακοίνωση της για τον αριθμό των κενών θέσεων εργασίας, αναφέρει πως ο αριθμός τους κατά το Γ΄ τρίμηνο 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 56,2% σε σύγκριση με το Γ΄ τρίμηνο 2020!»
Πώς συνυπάρχουν αυτοί οι δυο διαμετρικά αντίθετοι δείκτες; «Από τη μια, ευθύνεται το skills mismatch, το κενό δεξιοτήτων που πρέπει να καλύψουν φορείς, οργανισμοί και εμείς οι ίδιοι ατομικά, και από την άλλη, η έλλειψη σύνδεσης της τριτοβάθμιας (κυρίως) εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας» συνεχίζει ο κ. Ταουσάνης. «Όσο οι εμπλεκόμενοι φορείς δεν αφουγκράζονται τα μελλούμενα στην αγορά εργασίας, τόσο το χάσμα θα γιγαντώνεται. Όσο τα πανεπιστήμια μας, δεν ξεφύγουν από το παραδοσιακό μοντέλο, τόσο θα μένουν κενές και κενούμενες θέσεις σε πολλά τμήματα. Επίσης πρέπει να δούμε με τη δέουσα προσοχή, τι σχηματοποιείται στην οικονομία και την κοινωνία με την 4η βιομηχανικη επανάσταση. Ειδάλλως η επόμενη κρίση που θα γνωρίσει η χώρα μας θα είναι ψηφιακή και εκπαιδευτική» καταλήγει.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ– Μ. Παπαματθαίου