Επιλογή Σελίδας

«Παρατηρούσα ενδείξεις ότι το παιδί είχε πρόβλημα. Είχε αλλάξει συμπεριφορά, είχε κλειστεί στον εαυτό του. Στις συνεδριάσεις με τον σύλλογο γονέων, οι γονείς του συγκεκριμένου παιδιού ήταν επιθετικοί. Ήταν εμφανές ότι υπήρχαν προβλήματα στην οικογένεια. Όταν επιχείρησα να μιλήσω στον πατέρα πως ίσως το παιδί εμφάνιζε σημάδια κακοποίησης, με απείλησε ότι θα με μηνύσει. Φοβήθηκα».

«Πέρυσι μία μητέρα έδιωξε την κόρη της από το σπίτι διότι την έπιασε να καπνίζει. Το παιδί μού το είπε. Μίλησα στον διευθυντή του σχολείου, επικοινωνήσαμε με την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας, το Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ), αλλά μας είπαν ότι δεν μπορεί να υπάρξει παρέμβαση χωρίς τη συναίνεση των γονέων. Άλλωστε, ψυχολόγος δεν υπήρχε για το σχολείο».

«Ένα κορίτσι απομονωνόταν και έκλαιγε επί μέρες στον διάδρομο. Έπειτα από ένα διάστημα, μας είπε ότι ο μπαμπάς δέρνει τη μητέρα και έχει βίαιη συμπεριφορά προς το παιδί. Καλέσαμε το ΚΕΔΑΣΥ, μας είπαν να πάμε στον εισαγγελέα. Κάναμε αναφορά, όμως το παιδί συνέχιζε να έχει ενδείξεις αστάθειας».

Πρόκειται για τρεις μαρτυρίες εκπαιδευτικών στην «Κ». Το τραγικό περιστατικό με τη σεξουαλική κακοποίηση του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό, με τη μητέρα να κατηγορείται για μαστροπεία, προτάσσει επιτακτικά το ερώτημα τι φταίει και δεν αντιμετωπίζονται εγκαίρως τα περιστατικά κακοποίησης των παιδιών. Στην τελευταία σχετική έρευνα που έγινε στην Ελλάδα σε παιδιά 11, 13 και 16 ετών (BECAN Epidemiological Study), το 76,37% δήλωσε ότι έως τότε είχε εμπειρία κακοποίησης και το 15,84% εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης.

«Το σχολείο είναι ο χώρος όπου το παιδί κοινωνικοποιείται, περνάει τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του. Έτσι, είναι ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας για να αντιμετωπιστούν γρήγορα περιστατικά κακοποίησης των παιδιών. Μάλιστα, το νομικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία θέτει τους εκπαιδευτικούς στο επίκεντρο της διαδικασίας για να προστατευθεί το παιδί», λέει στην «Κ» η κλινική ψυχολόγος Τίνια Απέργη. Οι μαρτυρίες των εκπαιδευτικών και τα στοιχεία των κοινωνικών φορέων δείχνουν πως το σύστημα έχει κενά. Οι εκπαιδευτικοί διστάζουν, οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί, όπου υπάρχουν, δεν επαρκούν. Υπάρχει λαβύρινθος αρμοδίων που πρέπει να αρθούν στο ύψος του λειτουργήματός τους, και κάπου εκεί χάνεται η λύση.

«Ο νόμος είναι σαφής», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» η Ηλέκτρα Κουτσούκου, νομικός με διδακτορικό στα δικαιώματα του παιδιού και επιστημονική συνεργάτις της Εταιρείας κατά της Κακοποίησης του Παιδιού «Ελίζα». «Ο εκπαιδευτικός ο οποίος, κατά την εκτέλεση του έργου του, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Εκείνος ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως μονάδων προσχολικής αγωγής», ορίζει το άρθρο 23 του νόμου 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. «Λάβαμε 557 ανώνυμες και επώνυμες αναφορές κακοποίησης και παραμέλησης για 964 παιδιά. Εξ αυτών, τα 14 έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά δεν μιλούν», παρατηρεί στην «Κ» η Μαργαρίτα Τζαβάρα από το «Χαμόγελο του Παιδιού».

«Ο εκπαιδευτικός έρχεται σε επαφή με το παιδί εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος, άρα έχει πολλά δεδομένα. Μπορεί να συγκρίνει τη συμπεριφορά ενός παιδιού και σε σχέση με το εάν έχει αλλάξει, αλλά και σε σχέση με τις συμπεριφορές των υπόλοιπων παιδιών», αναφέρει στην «Κ» η Χαρά Μπούτα, διευθύντρια στο 5ο Δημοτικό Σχολείο Αγίας Παρασκευής. Ωστόσο, οι καταγγελίες εκτιμάται ότι είναι λίγες συγκριτικά με τις διαστάσεις του θέματος. «Λόγω του εγκλεισμού κατά την πανδημία αυξήθηκαν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης των παιδιών», λέει στην «Κ» η Ολγα Ζούζουλα, ψυχολόγος σε Σχολικό Δίκτυο Εκπαιδευτικής Υποστήριξης (ΣΔΕΥ). Ακόμη πιο δύσκολη είναι η διαπίστωση σεξουαλικής κακοποίησης, όταν μάλιστα, όπως παρατηρεί η κ. Κουτσούκου, «τα μικρότερα παιδιά, του δημοτικού, δεν μπορούν να βάλουν όρια και να κατανοήσουν τον αδόκιμο τρόπο που τους αγγίζει ένας συγγενής ή κάποιος τρίτος. Από την άλλη, οι έφηβοι κρύβονται, ντρέπονται. Πρέπει να είναι προσεκτικός κάποιος εάν έχουν σημάδια κακοποίησης στην κοιλιά, στην πλάτη, στα πόδια, εάν κρύβουν τα χέρια τους με τα μανίκια». Οταν πάντως υπάρξουν ανησυχητικά σημάδια, το πρώτο βήμα είναι να ενημερωθούν οι γονείς – ένας ακόμη δύσκολος κρίκος, αφού οι γονείς φοβούνται, νιώθουν τύψεις ή είναι η αιτία του προβλήματος. Και κατόπιν αναλαμβάνει ο ψυχολόγος. «Για να δει ένας ψυχολόγος το παιδί, πρέπει να υπάρχει έγκριση των γονιών», λέει η κ. Ζούζουλα.

Αλλά δεν έχουν όλα τα σχολεία ψυχολόγο ή κοινωνικό λειτουργό ώστε να γίνει ενημέρωσή τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπ. Παιδείας, υπάρχουν 2.996 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί για 13.201 σχολεία γενικής παιδείας στην Ελλάδα. «Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί αναλαμβάνουν μια πεντάδα σχολείων και περνούν από αυτά μία φορά την εβδομάδα», εξηγεί στην «Κ» ο γενικός γραμματέας του υπ. Παιδείας Αλέξανδρος Κόπτσης. Αρα, και ως απόλυτος αριθμός οι εκπαιδευτικοί δεν επαρκούν για όλα τα σχολεία, ενώ καθώς έχουν σχολεία με 200-300 παιδιά, η δουλειά τους δεν μπορεί να έχει βάθος. Για να ασχοληθούν με ένα παιδί, για να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς, για να τους προσφέρουν την εμπειρία τους στην περίπτωση ενδείξεων κακοποίησης σε ένα παιδί. «Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί αντιμετωπίζουν τα περιστατικά περιοδικά. Είναι απαραίτητοι φυσικά, αλλά δεν μας μένει χρόνος για να αποκτήσουμε εποπτεία σε ένα σχολείο. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού, του συλλόγου διδασκόντων, του διευθυντή, είναι κρίσιμος για να καλέσουν τους γονείς και να απευθυνθούν στις Αρχές. Αλλά ας μην παραβλέπουμε ότι υπάρχει και η δυσκολία, ο φόβος της εμπλοκής από την πλευρά του εκπαιδευτικού. Ολο αυτό είναι ένα γαϊτανάκι που δεν ξέρεις πού σε βγάζει», παρατηρεί στην «Κ» ο Θανάσης Γραμματικός, ψυχολόγος σε σχολεία της Αθήνας. Ο σύλλογος διδασκόντων αποφασίζει να ενημερωθεί η Διεύθυνση Εκπαίδευσης και ο σύμβουλος Παιδαγωγικής Ευθύνης, πριν γίνει καταγγελία στον εισαγγελέα. «Πολλοί εκπαιδευτικοί σκέφτονται “μήπως μπλέξω;”. Επίσης, έχουν το αίσθημα της ματαίωσης γιατί δεν υπάρχει δομημένο σύστημα προστασίας του παιδιού», λέει στην «Κ» η κ. Απέργη.

Ηλέκτρα Κουτσούκου
Νομικός

Το παιδί χρειάζεται ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης για να μιλήσει για ένα περιστατικό κακοποίησής του, και αυτό είναι δύσκολο. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να δημιουργήσει μια τέτοια σχέση, για να ανοιχτεί το παιδί. Κατόπιν, πρέπει να ενημερωθούν οι γονείς. Τη θέση του εκπαιδευτικού δυσκολεύει ο φόβος της τυχόν μήνυσης από τους γονείς και πώς μπορεί να συντάξει την αναφορά στον εισαγγελέα ή στην αστυνομία.

Φαίη Παπαγεωργίου
Σχολική ψυχολόγος

Ο ψυχολόγος έχει στην εποπτεία του πέντε σχολεία, είτε στην πρωτοβάθμια είτε στη δευτεροβάθμια. Δηλαδή, αφιερώνει σε έως και 200-300 μαθητές σε κάθε σχολείο μία ημέρα την εβδομάδα. Πρόκειται για μια απαιτητική συνθήκη και πρέπει να ιεραρχεί τις ανάγκες. Ο εκπαιδευτικός είναι πολύ κοντά στα παιδιά. Οταν διαπιστώσει κάτι ύποπτο, σημαντικό είναι να αναλάβει την ευθύνη για να προχωρήσει το θέμα.

Ιωάννης Καραμούζης
Σχολικός ψυχολόγος

Στο σχολείο πάντα υπάρχει μια ένδειξη κακοποίησης ενός παιδιού, κάτι που θα πρέπει να σημάνει συναγερμό· όταν το παιδί είναι απρόσεκτο, αυξάνονται ξαφνικά οι απουσίες του, έχει πτώση της απόδοσής του, απομονώνεται, έχει έντονες αλλαγές στη συμπεριφορά του. Τότε οι εκπαιδευτικοί πρέπει να καλέσουν τους γονείς. Ομως πολλές φορές εμφανίζεται αδυναμία –ίσως λόγω πολλών ευθυνών– από πλευράς εκπαιδευτικών να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά το πρόβλημα.

Σοφία Καψάλη
Φιλόλογος

Στη συνάντηση με τους γονείς είναι παρών ο ψυχολόγος. Ο ψυχολόγος μπορεί να προηγηθεί πριν φθάσει το θέμα στον σύλλογο διδασκόντων. Εάν οι γονείς συνεργαστούν, τότε θα έχουμε το παιδί για ένα χρονικό διάστημα «υπό παρατήρηση». Σε αντίθετη περίπτωση, ενημερώνονται η Διεύθυνση Εκπαίδευσης και ο σύμβουλος Παιδαγωγικής Ευθύνης, ο οποίος μπορεί να παρέμβει πριν γίνει καταγγελία στον εισαγγελέα.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ– Α. Λακασάς