Ανω των 50 οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί, μόνο το 3,8% είναι κάτω των 35 ετών
Η Ελλάδα διαθέτει τα αρνητικά προνόμια να έχει τους πιο μεγάλους ηλικιακά πανεπιστημιακούς στην Ευρώπη και τους λιγότερους νέους. Από τους 17.049 μόνιμους διδάσκοντες στα ελληνικά ΑΕΙ, οι περισσότεροι από τους μισούς είναι πάνω από 50 ετών. Μόνο το 3,8% είναι κάτω των 35 ετών. Καθώς οι αποχωρήσεις είναι πολύ περισσότερες από τους διορισμούς, έχουμε οδηγηθεί σε γήρανση του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ, ενώ έχουν κλείσει τα «σύνορα» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους νέους Ελληνες επιστήμονες και δη σε όσους μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Το φαινόμενο ανοίγει μεγάλες πληγές στην εκπαίδευση και την έρευνα στην Ελλάδα. Αντικείμενα χάνονται λόγω μη κάλυψης των συνταξιοδοτήσεων, ο ακαδημαϊκός αέρας δεν «ανανεώνεται». Ταυτόχρονα, έχει δημιουργηθεί μία ακόμη καινοφανής κατάσταση στην Ελλάδα: επιστήμονες εισέρχονται στον πανεπιστημιακό χώρο μεγάλοι και αποχωρούν την περίοδο της επιστημονικής τους ωρίμανσης.
Η Eurostat
Η πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) αποτυπώνει την κατάσταση. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2020, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Βουλγαρία είναι οι χώρες με τους περισσότερους διδάσκοντες ηλικίας άνω των 50 ετών. Στην Ελλάδα αποτελούν το 51,9% του συνόλου, στην Ιταλία το 51,2% και στη Βουλγαρία το 50%. Υψηλά ποσοστά εμφανίζουν, επίσης, η Λετονία (47,7%) και η Ισπανία (47,1%). Ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 31,8%.
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι (46,6%) πανεπιστημιακοί άνω των 50 ετών είναι έως 64 ετών. Στην ηλικιακή τριετία από τα 65 έως τα 67 έτη βρίσκεται το 5,3%. Σε πέντε χώρες (Λετονία 15,6%, Σλοβακία 12,5%, Βουλγαρία 12,4%, Εσθονία 11,1% και Πολωνία 10,6%), το ακαδημαϊκό προσωπικό άνω των 65 ετών ξεπερνάει το 10% του συνόλου.
Οι λιγότερες προσλήψεις σε σχέση με τις συνταξιοδοτήσεις και το brain drain της προηγούμενης δεκαετίας προκάλεσαν γήρανση του ακαδημαϊκού προσωπικού.
Η γήρανση του ακαδημαϊκού προσωπικού συνοδεύεται και από αντίστοιχη μείωση στους διδάσκοντες κάτω των 35 ετών. Η Ελλάδα (με ποσοστό 3,8%) μαζί με την Ιταλία (5,1%) και την Ισπανία (9,5%) συγκαταλέγονται στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά στους διδάσκοντες ηλικίας κάτω των 35 ετών. Το υψηλότερο ποσοστό συγκεντρώνει το Λουξεμβούργο (52,3%) και ακολουθούν η Γερμανία (39,6%) και η Τουρκία (36,2%). Ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 22,8%.
Ιδιαίτερο εύρημα είναι ότι οι περισσότερες νέες θέσεις στην Ελλάδα καταλαμβάνονται από γυναίκες. Στους πανεπιστημιακούς κάτω των 35 ετών, το 52,4% είναι γυναίκες και το 47,6% άνδρες. Είναι η μόνη ηλικιακή ομάδα (οι υπόλοιπες είναι 35-49, 50-64 και άνω των 65) στην οποία οι γυναίκες είναι η πλειονότητα έναντι των ανδρών.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΘΑΑΕ από τα ποσοστά γίνονται εμφανείς οι επιπτώσεις από το πολυετές πάγωμα των προσλήψεων στα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι επιπτώσεις του γηρασμένου προσωπικού είναι έντονες. Μιλώντας στην «Κ» ο γραμματέας της ομοσπονδίας πανεπιστημιακών (ΠΟΣΔΕΠ) Γεώργιος Λιτσαρδάκης, τόνισε ότι «λόγω του μειωμένου αριθμού των διορισμών σε σχέση με τις ανάγκες, παύουν να διδάσκονται γνωστικά αντικείμενα σε ΑΕΙ. Από την άλλη, χάνεται η σκυτάλη μεταξύ των παλαιών και των νέων. Ας πούμε γνωρίζω Εργαστήριο που έχει “αδειάσει”. Οταν προσληφθεί κάποιος σε αυτό το Εργαστήριο, δεν θα υπάρχει κάποιος να τον διδάξει, χάνεται συσσωρευμένη γνώση».
Την ίδια στιγμή, καθώς δεν δίνονται τακτικά υποτροφίες για νέους –στη δεκαετία των 30– ερευνητές, οι νέοι επιστήμονες είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό είτε επιλέγουν δουλειά εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το θέμα έχει και μία άλλη πτυχή. Οσοι προσλαμβάνονται είναι στη δεκαετία των 40 ετών. Αυτό σημαίνει ότι θα αποχωρήσουν από το ΑΕΙ σε περίπου δύο δεκαετίες, σε μία φάση επιστημονικής ωρίμανσης και αναγνώρισης.