Την άνοιξη του 2024 θα έχουμε τα νέα βιβλία για το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και την Α΄ Λυκείου, τα οποία θα αντικαταστήσουν εγχειρίδια που διδάσκονται στα σχολεία ακόμη και από το 1999. Από την επόμενη σχολική χρονιά θα αρχίζει να εφαρμόζεται το σύστημα του πολλαπλού βιβλίου, το οποίο θα δώσει στους συλλόγους διδασκόντων την ελευθερία επιλογής μεταξύ των εγκεκριμένων βιβλίων για κάθε μάθημα. Το νέο στοιχείο είναι ότι τα βιβλία θα αξιολογούνται κάθε χρόνο από επιτροπή πανεπιστημιακών και εκπαιδευτικών.
Ειδικότερα, την Πέμπτη ολοκληρώθηκε η προθεσμία υποβολής προτάσεων συγγραφής βιβλίων. Για τα 187 διδακτικά πακέτα του Δημοτικού, Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου κατατέθηκαν συνολικά 636 προτάσεις, από 35 εκδοτικούς οίκους, 17 ενώσεις φυσικών προσώπων και 51 φυσικά πρόσωπα. Κατόπιν τούτου τα προς αξιολόγηση βιβλία θα πρέπει να υποβληθούν έως τα τέλη Μαρτίου 2024 για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το Γυμνάσιο και την Α΄ τάξη του Γενικού Λυκείου, και τα διδακτικά βιβλία της Β΄ και Γ΄ Λυκείου έως τις 21 Φεβρουαρίου 2025.
Η αξιολόγησή τους
Κατόπιν, δουλειά θα αναλάβουν οι ομάδες αξιολόγησης των προτάσεων. Η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί σε ένα δίμηνο και από τον Μάιο – Ιούνιο του 2024 οι διδάσκοντες κάθε μαθήματος σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια θα επιλέξουν ανάμεσα στα εγκεκριμένα βιβλία που θα περιλαμβάνονται σε ένα Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων, εκείνο που θα διδάξουν στην τάξη τους και θα το δηλώνουν ηλεκτρονικά σε ψηφιακή πλατφόρμα. Παράλληλα, θα υπάρχουν σε ψηφιακή μορφή τα υπόλοιπα βιβλία, που έχουν μεν εγκριθεί από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής αλλά δεν έχουν επιλεγεί από τον διδάσκοντα.
Βεβαίως, η έγκριση πολλών διδακτικών πακέτων θα αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος. Οπως ανέφερε στην «Κ» ο μαθηματικός-αναλυτής κ. Στράτος Στρατηγάκης, «κάθε βιβλίο που εγκρίνεται, πληρώνεται εφάπαξ με ένα ποσό από 5.000 έως 20.000 ευρώ. Αν υπάρχουν δέκα εγκεκριμένα βιβλία για να τυπωθούν χρειάζονται δεκαπλάσια χρήματα για φιλμ, τσίγκους τυπογραφίας και όποιο άλλο κόστος υπάρχει».
Από την άλλη, οι εκδοτικοί οίκοι θα λάβουν το 1/3 του κόστους του βιβλίου τους που έχει εγκριθεί, και κατόπιν οι εισπράξεις θα εξαρτηθούν από τον αριθμό των σχολείων που θα το επιλέξουν. Ουσιαστικά, το σύστημα ευνοεί την ένταση του ανταγωνισμού για την αύξηση των παραγγελιών για κάθε εκδοτικό οίκο. Αφού οι εκδότες θα πληρώνονται με το ποσοστό που αναλογεί στις παραγγελίες που έγιναν από τα σχολεία για κάθε βιβλίο τους, θα έχουν κίνητρο να εξασφαλίσουν πολλές παραγγελίες. Ετσι, είναι πιθανόν να εμφανιστούν πωλητές που θα πλασάρουν τα βιβλία στους εκπαιδευτικούς για να τους προτιμήσουν. «Οι πιέσεις των εκδοτικών οίκων προς τους εκπαιδευτικούς δεν θα αποφευχθούν. Φυσικά, όλα θα εξαρτηθούν από τη στάση των εκπαιδευτικών», παρατηρεί στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου Παιδείας.
Νέο στοιχείο σε σχέση με το ισχύον καθεστώς είναι η θεσμοθέτηση μηχανισμού αξιολόγησης των βιβλίων (ανά τάξη και επιστημονικό αντικείμενο), αποτελούμενος από έναν πανεπιστημιακό, έναν σύμβουλο εκπαίδευσης και εκπαιδευτικούς των δύο βαθμίδων. Από τη στιγμή που το υπουργείο Παιδείας θα κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων (αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο υπάρχουν αντιδράσεις ισχυρών εκδοτικών οίκων), θα μπορεί να κάνει και επικαιροποιήσεις με βάση τις παρατηρήσεις των εκπαιδευτικών. «Τώρα μία μικρή ομάδα στελεχών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής προτείνει διορθώσεις στα βιβλία αλλά όχι επικαιροποιήσεις τους. Ομως, το βιβλίο είναι η οπτική του συγγραφέα τη στιγμή που το γράφει», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ» για το θέμα, ο πρόεδρος του ΙΕΠ, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Πληροφορικής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Σπύρος Δουκάκης. Ωστόσο το υψηλό κόστος που θα προκύψει εάν γίνονται συχνές αλλαγές σε βιβλία αποτελεί «πονοκέφαλο» για το υπουργείο Παιδείας.
Πηγή: Η Καθημερινή