Όταν ο Κυριάκος Πιερρακάκης ανέλαβε το υπουργείο Παιδείας τον περασμένο Ιούνιο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν ότι μεγάλες τομές, όπως αυτές που πέτυχε μέσω του Gov.gr στην ελληνική κρατική μηχανή, είναι αδύνατο να επιχειρηθούν στην εκπαίδευση.
Κάποιοι γιατί δεν τις είχαν δει να συμβαίνουν τα (πολλά) προηγούμενα χρόνια. Άλλοι γιατί τρομάζουν από την -κράτος εν κράτει- συνδικαλιστική αντίληψη του μπλόκου σε κάθε αξιολόγηση και αλλαγή που λυμαίνεται εδώ και δεκαετίες τον χώρο της Παιδείας. Ενώ, τέλος, υπήρξαν και αυτοί που εκτίμησαν ότι ο νέος υπουργός θα ήταν καλύτερο να μη θέσει σε κίνδυνο το πολιτικό του κεφάλαιο επιχειρώντας αλλαγές σε ένα πεδίο όπου το παιχνίδι είναι -ούτως η άλλως- χαμένο (ενθυμούμενοι ίσως τη ΔΕΗ του Φωτόπουλου ή την ΕΡΤ του Καλφαγιάννη).
Η αλήθεια είναι ότι οι αντίστοιχοι συνδικαλιστές της Παιδείας δεν φάνηκε να ιδρώνουν μετά το ελληνικό ναυάγιο στην έρευνα PISA του ΟΟΣΑ. Άλλωστε ήταν μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα των «αγώνων» τους εδώ και χρόνια υπέρ της ήσσονος -δικής τους- προσπάθειας (για να το πούμε ευγενικά) και της πλήρους ακινησίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το ερώτημα είναι: μπορεί ένας υπουργός να χτίσει πάνω σε ερείπια που φρουρούν ως ιερά κειμήλια οι εν λόγω συνδικαλιστές; Η συμβατική λογική λέει ότι αν επιχειρήσει μια εκσυγχρονιστική κίνηση θα του κλείσουν τα σχολεία. Ο μοχλός πίεσης/εκβιασμού που κρατούν στα χέρια τους είναι πολύ αποτελεσματικός, καθώς επηρεάζει την ίδια την κοινωνική ζωή, τους γονείς και τα παιδιά.
Για να κρίνει κανείς το ισοζύγιο κόστους/οφέλους θα πρέπει πρώτα να δει που έχουν φτάσει τα πράγματα. Η Ελλάδα στην έρευνα PISA (αναλυτικά εδώ), η οποία αξιολογεί τις επιδόσεις στα μαθηματικά και τη δυνατότητα κατανόησης ενός απλού κειμένου από παιδιά 15 ετών, κατέρρευσε κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Μέσα σε μόλις μία τετραετία, από το 2018 έως το 2022, η μέση επίδοση των Ελλήνων μαθητών υποχώρησε κατά 21 μονάδες. Η βουτιά είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη υποχώρηση που παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο στις χώρες όπου έγινε η έρευνα (παντού έπαιξε ρόλο η πανδημία) και αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη σχολική χρονιά χαμένη.
Πολύ σωστά, στην κυβέρνηση και στο υπουργείο Παιδείας θορυβήθηκαν. Εν μέσω πικρών διαπιστώσεων για την κατάσταση που επικρατεί, ο κ. Πιερρακάκης φέρεται από συνεργάτες του αποφασισμένους να θέσει σε κίνηση το σχέδιό του για ένα «ανοικτό σχολείο». Οι πρωτοβουλίες που προωθεί περιλαμβάνουν ένα νέο σχολείο με διαδραστικούς χάρτες, ψηφιακή ενισχυτική διδασκαλία, ανίχνευση δεξιοτήτων και κλίσεων των μαθητών και την προώθηση μεταξύ άλλων της βιβλιοφιλίας.
Το κυριότερο ίσως είναι ότι ο νέος υπουργός πιστεύει στην επανάκαμψη των κλασικών μεθόδων της γραφής και της ανάγνωσης. Με άλλα λόγια σε μια «διαρκή άμιλλα» ανάμεσα στις πολλές οθόνες των νέων τεχνολογιών και των παλαιών, αλλά αξεπέραστων εκπαιδευτικών αρχών της γραφής στο χαρτί με το χέρι και της ανάγνωσης από το βιβλίο. Αλλωστε η PISA αυτό μας είπε: υπάρχει αδυναμία κατανόησης κειμένων από παιδιά 15 ετών!
Το σχέδιό του για την πλήρη αναδιοργάνωση και ανασύνταξη των δημόσιων σχολείων, Δημοτικών, Γυμνασίων και Λυκείων, κοντολογίς για ένα «bing bang» αλλαγών, απαιτεί συστηματική και καλά οργανωμένη προσπάθεια. Και παράλληλα την οικοδόμηση συμμαχιών μεταξύ της πολυπληθούς εκπαιδευτικής κοινότητας. Υγιείς δυνάμεις υπάρχουν. Στο υπουργείο Παιδείας, η αντίληψη του σκοπού και το αίσθημα του επείγοντος προϋπήρχαν κατά τις πληροφορίες των αποτελεσμάτων της έρευνας PISA.
Tώρα όμως που μάθαμε όλοι τι συμβαίνει, η παρέμβαση σε ένα πλοίο που βάζει νερά παύει να αποτελεί μια υπόθεση που μπορεί να μπει στη ζυγαριά με το πολιτικό κόστος που θα προκαλέσουν οι όποιες αντιδράσεις συνδικαλιστών (εκείνων που φρουρούν το χωραφάκι τους με τα ερείπια).
Η διάσωση του δημόσιου σχολείου (το «αναβάθμιση» που ακούμε χρόνια ας το αφήσουμε στην άκρη, είναι ώρα να δούμε την αλήθεια κατάματα) αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του αρμόδιου υπουργού. Γιατί η ανασύνταξη μιας θεμελιώδους για τη χώρα εκπαιδευτικής λειτουργίας που κάθε χρόνο υποβαθμίζεται προς όφελος των ιδιωτικών σχολείων είναι και ένα στοίχημα κοινωνικής δικαιοσύνης: εκεί στέλνουν τα παιδιά τους οι λιγότερο προνομιούχοι Έλληνες.
Μπορεί να γίνει; Αρκεί να το θέλει μόνο το υπουργείο; Αν θυμώσουν οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ τι θα συμβεί; Η μόνη ενθαρρυντική απάντηση σε αυτά το ερωτήματα προέρχεται από τα σήματα που στέλνει για πρώτη φορά η ίδια η κοινωνία (ακόμη και στις έρευνες κοινής γνώμης) καθώς κλείνουμε μισό αιώνα Μεταπολίτευσης. Και αυτά τα σήματα, σαν τον σφυγμό που μας λέει ότι υπάρχει ζωή, δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών πιστεύει ότι οι αλλαγές προς όφελος των πολλών δεν νοείται να εμποδίζονται πια από τους εκβιασμούς των λίγων.
Πηγή: Protagon.gr