Επιλογή Σελίδας

Τις προάλλες ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της εξέτασης PISA που διεξήχθη το 2022, για τις 81 χώρες που συμμετείχαν. Και για άλλη μια φορά, τα αποτελέσματα των Ελληνίδων και Ελλήνων ήταν πολύ άσχημα. Φαντάζομαι θα έχετε διαβάσει ή ακούσει γι’ αυτό το θέμα ως τώρα. Από το 2000 που άρχισε να διεξάγεται αυτή η εξέταση στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ (που είναι κυρίως τα πλούσια κράτη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) αλλά και σε όποια άλλα επιθυμούν να συμμετάσχουν, τα ελληνόπουλα παίρνουν σταθερά κάτω από τη βάση. Είναι πάντα κάτω από το μέσο όρο στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και σε ό,τι άλλο εξετάζεται κατά καιρούς. Και μάλιστα, οι νέες φουρνιές είναι χειρότερες από τις προηγούμενες. Συγκεκριμένα, πλέον το 47% των 15χρονων στην Ελλάδα είναι στην κατώτατη βαθμίδα στα μαθηματικά, το 38% στην κατώτατη βαθμίδα της κατανόησης κειμένου και το 37% στη κατώτατη βαθμίδα των φυσικών επιστημών. Αυτό σημαίνει ότι όλα αυτά τα παιδιά δεν έχουν ούτε τις βασικές γνώσεις, ούτε τις βασικές δεξιότητες για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις στον πραγματικό κόσμο. Παρεπιπτόντως, πρέπει να επαναλαμβάνουμε ότι τα ερωτήματα στην PISA δεν αφορούν κάποια συγκεκριμένη σχολική ύλη ή κάποιο βιβλίο. Είναι ερωτήσεις ουσίας, που εξετάζουν πόσο καταλαβαίνουν αυτά τα παιδιά τον κόσμο γύρω τους. Μπορούν να διαβάσουν μια απόδειξη αγοράς και να καταλάβουν τι λέει; “Να το περίγραμμα της Ανταρκτικής”, έλεγε μια ερώτηση σε προηγούμενη εξέταση, “να και η κλιμακα. Υπολογίστε το εμβαδό της Ανταρκτικής”. Ένα τεράστιο ποσοστό των παιδιών από την Ελλάδα δεν ξέρουν πώς να τα κάνουν αυτά. Και από την άλλη, το ποσοστό των παιδιών από την Ελλάδα που είναι στο ανώτατο επίπεδο σε αυτά τα θέματα, που έχουν εξαιρετικές δεξιότητες και γνώσεις, είναι 2% στα μαθηματικά, 2% στην κατανόηση κειμένου και 1% στις φυσικές επιστήμες. Πολύ χαμηλότερα ποσοστά από ό,τι ισχύει σε άλλες, παρόμοιες με τη δικιά μας χώρες. Είναι κάτι που θα έπρεπε να συζητάμε περισσότερο και σε μεγαλύτεο βάθος. Όχι μόνο κάθε 3-4 χρόνια, που βγαίνουν καινούργια αποτελέσματα.

Ποιες είναι οι αιτίες που τα πηγαίνουμε τόσο χάλια; Πολλές απόψεις ακούγονται κάθε φορά περί αυτού. Τα φετινά αποτελέσματα της PISA ήταν χειρότερα από τα αποτελέσματα της προηγούμενης εξέτασης (του 2018) σε σχεδόν όλες τις χώρες -και αυτό αποδόθηκε κυρίως στην επίπτωση της πανδημίας στο γνωστικό επίπεδο όλων των παιδιών του κόσμου. Βεβαίως, μια τάση επιδείνωσης προϋπήρχε της πανδημίας. Στην Ελλάδα, δε, η επιδείνωση ήταν μεγαλύτερη του μέσου όρου. Έφταιξε η πανδημία (είναι σαν τα ελληνόπουλα να έχασαν ένα χρόνο σχολείου, σε γνώσεις και ικανότητες) αλλά φταίνε κι άλλα πράγματα. Στη σχετική συζήτηση δίνονται διάφορες εξηγήσεις, από το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού μας συστήματος μέχρι την αδιαφορία των μαθητών για τη συγκεκριμένη εξέταση και, φυσικά, την παπαγαλία. Τον διαχρονικό μπαμπούλα. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο αυτά. Αδιαφορία των μαθητών για μια άσχετη, δίχως συνέπειες εξέταση θα υπάρχει σίγουρα και σε όλες τις άλλες χώρες που συμμετέχουν, και ειδικά στις άλλες που πολιτισμικά μας μοιάζουν, όπως οι Ιταλίες, οι Ισπανίες και οι Πορτογαλίες. Παπαγαλία και αποστήθιση έχουν σε ακόμα μεγαλύτερο -έως και ακραίο- βαθμό και σε χώρες όπως η Κίνα, η Κορέα και η Σιγκαπούρη, που διαχρονικά τα πηγαίνουν πάρα πολύ καλά στην PISA. Οι άλλες αιτίες αναφέρονται σπανιότερα σε άρθρα γνώμης επειδή, νομίζω, είναι λιγότερο αρεστές. Για το επίπεδο των παιδιών δεν φταίει μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα και η εμμονή με τις πανελλήνιες, αλλά και το χαμηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών, το πόσο κακογραμμένα είναι τα σχολικά βιβλία (ακόμα κι αν το περιεχόμενό τους δεν είναι όλο κακό) και, βεβαίως, οι γονείς. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της PISA είναι το ότι συνοδεύεται και από ερωτηματολόγια για τη ζωή και τo οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών. Κι εκεί φαίνεται ότι το πώς ζουν τα παιδιά στο σπίτι τους έχει μεγάλη επίπτωση στο πως τα πηγαίνουν στην εξέταση. Παιδιά στο σπίτι των οποίων υπάρχουν πολλά βιβλία, παιδιά που τρέφονται καλά, παιδιά με μορφωμένους γονείς, παιδιά με ευκατάστατους γονείς και παιδιά που παίζουν videogames (αλλά όχι υπερβολικά πολύ) τα πηγαίνουν κατά κανόνα αισθητά καλύτερα από το μέσο όρο.

Αλλά υπάρχει ένα θέμα που το κουβεντιάζουμε ακόμα λιγότερο από τις αιτίες. Τις συνέπειες. Κι σημαντικότερη συνέπεια είναι, βεβαίως, είναι το ότι αυτοί οι 15χρονοι μετά μεγαλώνουν και γίνονται οι Έλληνες ενήλικοι. Εκτός από την PISA υπάρχει και μια άλλη εξέταση του ΟΟΣΑ, που αφορά τις δεξιότητες των ενηλίκων. Λέγεται PIAAC, και σ’ αυτή εξετάζονται ενήλικες ως προς τις δεξιότητές τους στα μαθηματικά, τη γλώσσα και την επίλυση προβλημάτων. Στο τελευταίο κύκλο της PIAAC που συμμετείχε η Ελλάδα, το 2015, μάθαμε ότι 1 στους 4 Έλληνες ενήλικες δεν έχει ούτε τις βασικές ικανότητες κατανόησης και επεξεργασίας ενός κειμένου. Σχεδόν 1 στους 3 δεν έχουν ούτε τις βασικές ικανότητες στα μαθηματικά. Μιλάμε για ανθρώπους που δεν έχουν τις δεξιότητες να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους, να επεξεργαστούν σωστά τις πληροφορίες που παίρνουν. Δεν είναι χαζοί -απλά δεν έχουν τα εργαλεία, τις γνώσεις και την κατάρτιση για να καταλάβουν και να επεξεργαστούν βασικά πράγματα που τους συμβαίνουν. Δεν τα έμαθαν ποτέ. Αυτή είναι μια πραγματικότητα την οποία τώρα διαβάσατε και, πριν καν μπει τελεία σε αυτήν εδώ την πρόταση, θα την έχετε ξεχάσει και θα προχωρήσετε τη ζωή σας αγνοώντας την. Έτσι κάνουμε όλοι. Πορευόμαστε όπως πριν, θεωρώντας ότι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι σκέφτονται και δρουν λίγο-πολύ όπως εμείς και οι γνωστοί μας. Αλλά δεν θα έπρεπε. Το ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας έχουν περάσει από την εκπαιδευτική διαδικασία και έχουν φτάσει σε ένα σημείο σήμερα να έχουν πρακτική αδυναμία να καταλάβουν όχι μόνο το τι σημαίνει το “Όταν η μεταβλητή ΤΕΑm-1 είναι μικρότερη από το κάτω όριο L_d, εφαρμόζεται ο τύπος υπολογισμού α * (ΤΕΑm-1 – L_d ) + β” αλλά και το τι γράφει ένα κείμενο, τι λένε πραγματικά στην τηλεόραση, ή πώς λειτουργεί ο κόσμος, είναι ένας κρίσιμος παράγοντας που καθορίζει το επίπεδο του διαλόγου, το πώς και πόσο γρήγορα η κοινωνία μας αλλάζει, τον πολιτικό μας πολιτισμό, την υγεία της δημοκρατίας μας, την εμφάνιση και μακροημέρευση παλαβών θεωριών συνομωσίας, το πώς περνούν μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό μας σύστημα, το αποτέλεσμα των εκλογών και πολλά, πολλά άλλα πράγματα. Πρέπει να το σκεφτόμαστε πάντα. Και να συνειδητοποιούμε και να αποδεχόμαστε ότι πολύ δύσκολα αλλάζει.

Κάποιοι από τους 15χρονους του 2000, αυτούς που έλαβαν μέρος στην πρώτη PISA, είναι οι ίδιοι που το 2015 πάτωσαν στην PIAAC, και σήμερα είναι γονείς. Μεγαλώνουν τα παιδιά που θα συμμετάσχουν στην PISA του 2031, υπεύθυνοι για το περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν, για τις συνθήκες στις οποίες ζουν, για το χρόνο που περνούν μπροστά σε οθόνες, για το πώς αντιμετωπίζουν τη γνώση, τη μάθηση, το διάβασμα, τον κόσμο. Θα τα πάνε καλύτερα αυτά τα παιδιά από τους γονείς τους; Θα μπορούν εκείνα τα παιδιά να υπολογίζουν το εμβαδό της Ανταρκτικής; Κοιτάζοντας γύρω μας, στο περιβάλλον σας, στους ανθρώπους γύρω σας, υπάρχει κάτι που να μας κάνει να αντιμετωπίζουμε το ερώτημα αυτό με αισιοδοξία;

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ