«Σαν να παίξαμε τελικό και τον χάσαμε», ανέφερε στην «Κ» χαμογελώντας έμπειρος εκπαιδευτικός, σχολιάζοντας την απήχηση που είχαν στην κοινή γνώμη τις προηγούμενες ημέρες τα κακά αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στον τελευταίο διαγωνισμό PISA (Programme for International Student Assessment) που οργάνωσε ο ΟΟΣΑ το 2022.
Οι επιδόσεις τους είναι οι χειρότερες της τελευταίας δεκαετίας και στις τρεις δεξιότητες που αξιολογεί ο διαγωνισμός – την κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Μάλιστα, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι πως στην κατάταξη η Ελλάδα σταθερά βρίσκεται στην τρίτη και τελευταία ομάδα χωρών, που σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στις τρεις εξεταζόμενες ενότητες.
Στην άκρη του νήματος για να ξετυλιχθούν οι αιτίες της κακοδαιμονίας βρίσκεται η χαλαρότητα με την οποία οι μαθητές των δημόσιων σχολείων αντιμετωπίζουν τον διαγωνισμό. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μαθητές των ιδιωτικών.
Οπως παρουσιάζει η «Κ», οι επιδόσεις τους είναι πολύ καλύτερες των δημόσιων σχολείων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Μάλιστα, μιλώντας στην «Κ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιωτικών Σχολείων Χαράλαμπος Κυραϊλίδης ανέφερε ότι «οι επιδόσεις των μαθητών των ιδιωτικών δείχνουν ότι προπορεύονται των δημόσιων κατά δύο εκπαιδευτικά χρόνια».
Πίσω από αυτά βέβαια κρύβονται ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που επιτρέπει τη «βαριά» παπαγαλία, αλλά και ο στόχος της οικογένειας το παιδί να περάσει στο πανεπιστήμιο. «Ενδιαφέρονται μόνο για τα βασικά μαθήματα, που θα τους φανούν χρήσιμα στις Πανελλαδικές. Το σχολείο είναι χρησιμοθηρικό. Αποτέλεσμα είναι οι μαθητές να χάνουν το ενδιαφέρον τους. Αυτό πλέον παρατηρείται ακόμη και από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού», τονίζει στην «Κ» ο φυσικός Λεωνίδας Καστανάς.
Ειδικότερα, ένας πρώτος λόγος για να εξηγηθεί η ελληνική αποτυχία είναι η χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι μαθητές τον διαγωνισμό PISA. Η συμμετοχή των μαθητών είναι μεν υποχρεωτική αλλά τα παιδιά μετέχουν ανώνυμα. Οπότε… «ελάχιστοι δίνουν βάρος, υπάρχει ένα κλίμα θυμηδίας στα σχολεία», λέει ο κ. Καστανάς. Το κλίμα αυτό ενισχύεται και από την ΟΛΜΕ, η οποία είναι σταθερά αρνητική στην αξιολόγηση του προγράμματος PISA, με τις αριστερές παρατάξεις να δίνουν τον έντονο τόνο στις αντιδράσεις καθώς απαξιώνουν οτιδήποτε προέρχεται από τον («νεοφιλελεύθερο», όπως λένε) ΟΟΣΑ.
Εκτός βέβαια από τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών η ενσυνείδητη συμμετοχή των μαθητών στον PISA εξαρτάται και από το πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο κάθε λαού. Για παράδειγμα στα μαθηματικά, έξι ασιατικές χώρες –η Σιγκαπούρη, το Μακάο (Κίνα), η Ταϊπέι (Κίνα), το Χονγκ Κονγκ, η Ιαπωνία και η Κορέα– πέτυχαν τις υψηλότερες επιδόσεις από όλες τις συμμετέχουσες χώρες. «Πρόκειται για πολιτικά συστήματα και λαούς με ισχυρότερη πειθαρχία», παρατηρεί ο κ. Καστανάς. Από τις χώρες της Ευρώπης, τις υψηλότερες επιδόσεις πέτυχαν η Εσθονία, η Ελβετία και η Ολλανδία.
«Βεβαίως, δεν είναι άμοιρες ευθυνών οι ηγεσίες του ελληνικού υπουργείου Παιδείας που ανέχονται την υπονόμευση του διαγωνισμού», δήλωσε χθες στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, με επιτελική θέση την τελευταία δεκαετία.
Η χαλαρότητα αυτή είναι μεγαλύτερη στα δημόσια σχολεία σε σχέση με τα ιδιωτικά. Ενδεικτικές είναι οι επιδόσεις των ιδιωτικών σχολείων. Στα τρία βασικά εξεταζόμενα πεδία, ενώ ο μέσος όρος τόσο του γενικού πληθυσμού των Ελλήνων μαθητών όσο και των μαθητών δημοσίων σχολείων είναι χαμηλότερος από τους αντίστοιχους μέσους όρους του ΟΟΣΑ, οι μαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων πέτυχαν σε όλα υψηλότερες βαθμολογίες από τον μέσο όρο των ιδιωτικών σχολείων του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, στην κατανόηση κειμένου ο μέσος όρος των μαθητών των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων είναι 504 μονάδες, υψηλότερος των ιδιωτικών σχολείων των χωρών του ΟΟΣΑ (498 μονάδες).
Η επίδοση των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων στα Μαθηματικά είναι 498 μονάδες και ο μέσος όρος των ιδιωτικών σχολείων του ΟΟΣΑ είναι 494. Στις φυσικές επιστήμες οι αντίστοιχες επιδόσεις είναι 510 και 507 μονάδες.
Κοινωνικές ανισότητες
Από την άλλη, δεν είναι μόνο η αδιάφορη στάση των μαθητών των δημόσιων σχολείων που εξηγεί τις καλύτερες επιδόσεις των ιδιωτικών. «Οι διαχρονικά υψηλότερες επιδόσεις των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων στο πρόγραμμα PISA δεν είναι συμπτωματικές.
Τα ιδιωτικά σχολεία, εξαιτίας του πολύπλευρου εκπαιδευτικού προγράμματος, της καινοτομίας, του πειραματισμού, της παιδαγωγικής αυτονομίας, μπορούν να αμβλύνουν μεγάλο μέρος από τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Φυσικά, αυτό το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς το στελεχιακό δυναμικό των ιδιωτικών σχολείων και τους εκπαιδευτικούς τους», παρατηρεί ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιωτικών Σχολείων Χαράλαμπος Κυραϊλίδης. Βεβαίως δεν πρέπει να αγνοούμε ότι μαθητές από υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό οικογενειακό στάτους –όπως αυτό παρατηρείται στους γονείς μαθητών των ιδιωτικών σε σχέση με τα δημόσια σχολεία– έχουν και καλύτερες επιδόσεις στον διαγωνισμό PISA.
«Εντοπίσαμε ακόμη ότι, στις περισσότερες χώρες, οι διαφορές στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα που σχετίζονται με τις κοινωνικές ανισότητες είναι πεισματικά επίμονες. Στο σημείο αυτό αξίζει να δούμε πιο προσεκτικά τι κάνουν οι χώρες που έχουν αυξήσει το ποσοστό των ανθεκτικών μαθητών, εκείνων δηλαδή των μαθητών που παρά το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό υπόβαθρο καταφέρνουν να έχουν υψηλές επιδόσεις», σημείωσε στην «Κ» η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, εθνική συντονίστρια του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ και αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Ενδιαφέρονται μόνο για τα βασικά μαθήματα, που θα τους φανούν χρήσιμα στις Πανελλαδικές. Χάνουν το ενδιαφέρον τους, ακόμη και από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού».
«Προκειμένου όλα τα σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά, και όλοι οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να ανταποκριθούν σε ένα σύγχρονο περιβάλλον όπου η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης θα σαρώσει κάθε μηχανιστικό τρόπο μάθησης, πρέπει το σύνολο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να αποβάλει αγκυλώσεις ετών και να κινηθεί με θάρρος στο μέλλον», τονίζει ο κ. Κυραϊλίδης. Και σε αυτό συμφωνούν και οι εκπαιδευτικοί αλλά και τα στελέχη της εκπαίδευσης.
«Παπαγαλίζουν πράξεις»
«Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι προσανατολισμένο στη θεωρία και όχι στην πρακτική εφαρμογή της στην καθημερινότητα, όπως το PISA που εξετάζει πόσο ο μαθητής μπορεί να λύσει προβλήματα που συνδέουν τη ζωή με την επιστήμη», παρατήρησε, μιλώντας χθες στην «Κ», στέλεχος του υπουργείου Παιδείας. «Οι Ελληνες μαθητές μπορούν να παπαγαλίσουν τη θεωρία αλλά δεν είναι ικανοί να την εφαρμόσουν στην πράξη. Και βέβαια στο πίσω μέρος του μυαλού μαθητών, αλλά και των γονιών, είναι η επιτυχία σε μία καλή σχολή ΑΕΙ. Αυτό διατρέχει τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το σχολείο. Γνωρίζω ότι μαθητές σε ιδιαίτερα μαθήματα φτάνουν να παπαγαλίζουν τον τρόπο επίλυσης μιας πράξης μαθηματικών!».
Η χαλαρότητα των μαθητών και ο προσανατολισμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στη θεωρία συνδέονται και με τις στρεβλώσεις στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Κατ’ αρχάς, το πρόβλημα των ελλείψεων σε εκπαιδευτικούς είναι ετήσιο με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η εκπαιδευτική διαδικασία. Από την άλλη, δεν υπάρχει αξιολόγηση στα δημόσια σχολεία με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κλίμα ήσσονος προσπάθειας εκ μέρους των εκπαιδευτικών. Και γιατί όχι, αφού όλοι γνωρίζουν –γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί– πως η βασική δουλειά γίνεται στο φροντιστήριο», λέει στην «Κ» καθηγητής λυκείου της Αττικής.
«Ακόμη κι αν σε κάποιο σχολείο εμφανιστούν πολλά αρνητικά σχόλια για τη δουλειά ενός εκπαιδευτικού, ο διευθυντής δεν μπορεί να κάνει κάτι, διότι θα θεωρηθεί ότι προσβάλλει το επαγγελματικό κύρος του εκπαιδευτικού. Ξέρετε πόσες τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν στα γυμνάσια και τα λύκεια…» παρατηρεί στην «Κ» ο ίδιος εκπαιδευτικός. «Ενα τέτοιο κλίμα υπονομεύει τις προσπάθειες εξαιρετικών συναδέλφων», σχολιάζει ο κ. Καστανάς.
«Η εξιδανίκευση των εκπαιδευτικών συστημάτων άλλων χωρών είναι λάθος. Και εκεί υπάρχουν προβλήματα. Ωστόσο πρέπει να παραδεχθούμε ότι το ελληνικό σχολείο αφέθηκε “αδέσποτο” τα τελευταία 50 χρόνια χωρίς αξιολόγηση και εποπτικό μηχανισμό. Παραδόθηκε στους συνδικαλιστές οι οποίοι αντιδρούν σε κάθε τι που δεν υπηρετεί τη συντεχνιακή λογική τους. Αλλωστε, όλοι ξέρουν ότι το “παιχνίδι” παίζεται εκτός σχολείου, στα φροντιστήρια. Εκεί δίνουν βάρος οι μαθητές, αφού ο βασικός τους στόχος είναι να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο», σημειώνει στην «Κ» πρώην στέλεχος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).
Από την πλευρά του, στέλεχος της νυν ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, μιλώντας στην «Κ», παραδέχεται ότι «η απόδοση των μεταρρυθμίσεων της τελευταίας τετραετίας που έδωσαν βάρος στην καλλιέργεια των δεξιοτήτων των μαθητών με την αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών και όχι στην αποστήθιση δεν φαίνεται σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, απαιτεί χρόνο. Ταυτόχρονα πρέπει να παραδεχθούμε ότι όλες οι κυβερνήσεις έχουν θέσει ως κύριο αντίπαλο την παπαγαλία και μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχουν οργανωθεί η ευέλικτη ζώνη, τα εργαστήρια δεξιοτήτων, η ερευνητική εργασία, ώστε οι μαθητές να αναπτύξουν δεξιότητες και κριτική σκέψη. Εχουμε επενδύσει σε χρόνο και χρήμα κατά της αποστήθισης αλλά με πενιχρά αποτελέσματα», τονίζει.
Πάντως, σε ερώτηση της «Κ» ο πρόεδρος του ΙΕΠ Σπύρος Δουκάκης δεν θέλησε να σχολιάσει τα αποτελέσματα, λέγοντας «περιμένουμε να δούμε τα συνολικά δεδομένα για να έχουμε μια πλήρη εικόνα για να προχωρήσουμε σε διαχείριση του ζητήματος».
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Απόστολος Λακασάς