Επιλογή Σελίδας

Καθώς έφτασε η ώρα, όπως και για χιλιάδες άλλους γονείς κάθε χρόνο, της αναζήτησης σχολείου για τα παιδιά, ήρθαμε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα, η οποία αποτυπώνεται μέσα σε μία μόλις φράση: Ουδείς Ελληνας που έχει τη δυνατότητα θα στείλει τα παιδιά του στο δημόσιο σχολείο– ακόμα κι αν αυτό είναι στην καλύτερη γειτονιά της Αθήνας.

Για να είμαστε πιο δίκαιοι, υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις, που οφείλονται κυρίως σε ιδεολογικές αγκυλώσεις των γονέων. Αλλά έως εκεί. Δυστυχώς, είναι πλέον κοινή παραδοχή: η δημόσια εκπαίδευση είναι μια χαμένη υπόθεση. Τόσο στην ουσία της, όσο και ως όχημα εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, άρα και ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας: Αν δεν υπάρχει η «φροντίδα» από το σπίτι, τότε οι ελπίδες σου είναι σχεδόν μηδενικές.

Ζήτησα από μια φίλη, διδάκτορα Ιστορίας και κυρίως εξαιρετική εκπαιδευτικό, να μου περιγράψει σε 100 λέξεις το κεντρικό πρόβλημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Σχεδόν γέλασε με τον περιορισμό που προσπάθησα να της επιβάλω: «100 λέξεις ή 100 προβλήματα»; Σύμφωνα με την ίδια ένα από τα δομικά ζητήματα είναι η υποβάθμιση του Γυμνασίου, το επίπεδο του οποίου προσομοιάζει σχεδόν με αυτό του Δημοτικού. Και επιπλέον: Ελλειψη κανόνων για τους μαθητές, έλλειψη απαιτήσεων στο γνωστικό κομμάτι, απροϋπόθετη προαγωγή από τάξη σε τάξη.

Ας μείνουμε λίγο στα τελευταία. Όποιος παρακολουθεί την εκπαίδευση των παιδιών του στο Γυμνάσιο δεν μπορεί παρά να το παραδεχθεί: Η διδακτική διαδικασία και τα αποτελέσματά της μέσα στην τάξη έχουν συγκεκριμένα όρια. Να βγει η ύλη, ανεξαρτήτως αν στο τέλος το μάθημα γίνεται κτήμα των διδασκόμενων. Αν δηλαδή τα περισσότερα παιδιά φύγουν από το σχολείο και δεν έχουν κατανοήσει το παραμικρό δεν έγινε και τίποτα. Δεν πειράζει.

Μετά απορούμε γιατί υπάρχει πρόβλημα στην αντίληψη των κειμένων και κάθε φορά που δημοσιεύονται τα αποτελέσματα της PISA πέφτουμε από τα σύννεφα. Μέσω αυτών, αναδεικνύεται και ένα άλλο δομικό πρόβλημα: «Ασχετοι καθηγητές διδάσκουν άσχετα αντικείμενα». Αν δεν έχει κατανοήσει ο διδάσκων, πώς θα μάθει ο διδασκόμενος;

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και παιδιά που καταφέρνουν να μπουν στο Πανεπιστήμιο δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα βασικά μαθήματα του πρώτου έτους. Ενας μέσος αναγνώστης εφημερίδων, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικού επιπέδου, είναι συνήθως πιο μορφωμένος από πολλούς τελειόφοιτους της τριτοβάθμιας.

Στα δημόσια Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας υπάρχουν καθηγητές, σοβαροί επαγγελματίες, που προσπαθούν να κάνουν τη διαφορά. Όλοι όμως έχουν τα όριά τους. Πόσο να προσπαθήσει ο νεοδιοριζόμενος που έως πρότινος έμπαινε στο σύστημα με αρχικό μισθό 700 ευρώ; Γιατί ο μέσος μισθός του εκπαιδευτικού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος από το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα, κάτι που επίσης συμβαίνει σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Βοσνία- Ερζεγοβίνη και η Σερβία;

Έτσι χτίζεται ο φαύλος κύκλος στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση και όλοι μαζί κινούνται στον αστερισμό της ήσσονος προσπάθειας: όσο λιγότερο, τόσο το καλύτερο. Να περάσουμε την τάξη, να πάμε σπίτια μας, να μην έχουμε προβλήματα ούτε με τα παιδιά, ούτε με τους γονείς. Αυτό εννοεί η φίλη εκπαιδευτικός με την «απροϋπόθετη προαγωγή από τάξη σε τάξη».

Στο Δημοτικό όλοι οι γονείς ποντάρουν στον δάσκαλο. Να είναι καλός και δεκτικός. Στο Λύκειο, όμως, όλοι ποντάρουν στο φροντιστήριο. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ψάξει κανείς να βρει αν και πόσα παιδιά έχουν περάσει στη σχολή της επιλογής τους χωρίς να πληρώσουν οι γονείς την περιβόητη «παραπαιδεία». Τον πλέον επίσημο, ανεπίσημο θεσμό της χώρας. Τελευταία φορά που θυμάμαι δεν ήταν τα δημόσια σχολεία που αναρτούν στις θύρες τους λίστες επιτυχόντων. Είναι τα ιδιωτικά και τα φροντιστήρια.

«Μήπως τα πράγματα είναι καλύτερα στα δημόσια σχολεία της επαρχίας;», θα μπορούσε ευλόγως να αναρωτηθεί κανείς, αναλογιζόμενος τα μικρότερα μεγέθη, τα πιο ευέλικτα σχήματα και τη διαπροσωπική σχέση στην κωμόπολη ή την κοινότητα. Κι όμως, συνομιλώντας με έναν άλλο εξαιρετικό εκπαιδευτικό που ζει και διδάσκει σε ακριτικό νησί της Δωδεκανήσου, οι απαντήσεις είναι ίδιες, αν όχι και χειρότερες: Βαθμοθηρία, έλλειψη παιδείας, ρηχή πολυμάθεια, κανένα συνολικό όραμα, αλλεπάλληλες σπασμωδικές κινήσεις.

Κάτι άλλο που θα έπρεπε να ψάξουμε είναι αναλογία μαθητών δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων. Δεν ξέρω αν θα βρούμε άλλη χώρα στην Ευρώπη με τόσα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Είναι τόσο μεγάλη η ζήτηση που μαζί της θεριεύει και η προσφορά.

Πολλά σχολεία, κατακερματισμένο σύστημα, τοπική επιρροή, λίγα λεφτά για την Παιδεία – τα κτίρια, τους καθηγητές, τα εκπαιδευτικά μέσα. «Μεταρρυθμίσεις» από τους ιθύνοντες που κατά καιρούς διατυμπανίζουν ότι «αλλάζουν όλα», αλλά τελικά δεν αλλάζει τίποτα, διότι η φύση του προβλήματος είναι εκεί, πανταχού παρούσα. Στην Ελλάδα του 2023, αν δεν πας σε ιδιωτικό σχολείο ή αν οι γονείς σου δεν έχουν χρήματα να σε στείλουν σε ένα αξιοπρεπές φροντιστήριο, μάλλον είσαι παιδί ενός κατώτερου Θεού.

Είναι θλιβερό αλλά πρέπει να το παραδεχτούμε: το μέλλον των παιδιών εξαρτάται άμεσα από την οικονομική επιφάνεια των γονιών τους. Το σχολείο από μόνο του δεν μπορεί πια να ωθήσει τους μαθητές του σε ένα καλύτερο μέλλον διά της επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξής τους. Και πάνω από όλα, το ελληνικό δημόσιο σχολείο δεν εκπαιδεύει πια. Αν δεν είναι αυτό κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, τότε ποιο είναι;

Πηγή: Protagon.gr