Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), στην έκθεση που παρουσιάζει η «Κ», δεν ωραιοποιεί την κατάσταση για τα ελληνικά ΑΕΙ και τις ευθύνες του υπουργείου Παιδείας και των πανεπιστημιακών.
Μόλις ο ένας στους πέντε φοιτητές στα ελληνικά ΑΕΙ ολοκληρώνει τις σπουδές του εντός του ελάχιστου χρόνου σπουδών της σχολής του.
Οι περισσότεροι φοιτητές χρειάζονται σχεδόν έξι χρόνια για να ολοκληρώσουν ένα τετραετές πρόγραμμα σπουδών, που είναι και η ελάχιστη διάρκεια ενός προπτυχιακού προγράμματος.
Παράλληλα, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα, απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 33 μονάδες. Η ΕΘΑΑΕ προχωράει σε καίριες παρατηρήσεις για τα αρνητικά των ελληνικών ΑΕΙ χωρίς να παραλείπει να επισημάνει ζητήματα για τα οποία θα έπρεπε να μεριμνήσει η πολιτεία, όπως η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη.
Ειδικότερα, η έκθεση της ΕΘΑΑΕ υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων:
• Η χώρα έχει 25 ΑΕΙ, με 423 τμήματα, με 602 προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, 1.258 μεταπτυχιακά και 423 διδακτορικά.
• Τα ΑΕΙ έχουν 704.047 φοιτητές, εκ των οποίων οι 379.559 ενεργοί. Αρα, υπάρχουν 324.488 φοιτητές που θεωρούνται «μη ενεργοί» – «αιώνιοι», που αποτελούν το 46% του συνόλου.
• Στα ΑΕΙ εργάζονται 10.152 μόνιμοι καθηγητές και 3.327 ειδικό διδακτικό και τεχνικό προσωπικό, καθώς και 6.411 μόνιμοι διοικητικοί υπάλληλοι.
• Ο φοιτητικός πληθυσμός εμφανίζεται ως ένας από τους υψηλότερους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και διεθνώς, κυρίως λόγω των υψηλών ποσοστών «αιωνίων» φοιτητών, οι οποίοι καθυστερούν την αποφοίτησή τους για πολλά έτη πέραν του κανονικού χρόνου σπουδών.
• Ο εθνικός μέσος όρος αποφοίτησης στην κανονική διάρκεια των σπουδών είναι 20%, δηλαδή ένας στους πέντε αποφοίτησε εντός του ελάχιστου χρόνου σπουδών. Ο μέσος όρος θεωρείται αρκετά χαμηλός. Δεκατρία από τα 23 ΑΕΙ έχουν ποσοστό αποφοίτων στην κανονική διάρκεια σπουδών πάνω από τον μέσο όρο, με τις καλύτερες επιδόσεις να σημειώνονται από το Δημοκρίτειο Θράκης (43%), το Παν. Μακεδονίας (34%), το ΕΜΠ και το Παν. Πειραιώς (32%) και το ΑΠΘ (31%). Οι χαμηλότερες επιδόσεις σημειώνονται από την ΑΣΠΑΙΤΕ (0%), το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και το Διεθνές Παν. Ελλάδος (1%), το Γεωπονικό Αθηνών, το Παν. Δυτικής Αττικής και το Πολυτεχνείο Κρήτης (9%).
• Ο εθνικός μέσος όρος λήψης πτυχίου βρίσκεται στο 0,5, που σημαίνει ότι οι φοιτητές μας χρειάζονται στον μέσο όρο σχεδόν 6 χρόνια για να ολοκληρώσουν ένα 4ετές πρόγραμμα σπουδών. Οι καλύτερες επιδόσεις σημειώνονται από το Δημοκρίτειο Θράκης (0,25), το ΑΠΘ (0,37), το Παν. Αιγαίου (0,38) και το Παν. Μακεδονίας (0,38). Επιδόσεις πάνω από τον αριθμητικό μέσο του συνόλου των ΑΕΙ (0,5), που σημαίνει ότι οι φοιτητές καθυστερούν περισσότερο να πάρουν το πτυχίο τους, σημειώνονται στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (0,93), στο Διεθνές Παν. Ελλάδος (0,69), στο Παν. Πελοποννήσου (0,67) και στο Ιόνιο (0,61). Τα υπόλοιπα ΑΕΙ κινούνται κοντά στον μέσο όρο.
Ο φοιτητικός πληθυσμός της χώρας είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και διεθνώς, κυρίως λόγω των υψηλών ποσοστών «αιωνίων».
• Οι δύο παραπάνω μέσοι όροι καταδεικνύουν τη δυσκολία που έχουν οι Ελληνες φοιτητές να πάρουν το πτυχίο τους εντός της τυπικής διάρκειας των σπουδών τους.
• Οι γυναίκες απόφοιτοι υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών. Η μέση ακαδημαϊκή επίδοση των αποφοίτων προπτυχιακών σπουδών είναι «πολύ καλή». Οι γυναίκες απόφοιτοι έχουν υψηλότερη επίδοση σε σχέση με τους άνδρες. Οι περισσότεροι απόφοιτοι έχουν αποκτήσει τίτλο σπουδών στην επιστημονική περιοχή της διοίκησης επιχειρήσεων.
• Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρος διακύμανσης της αναλογίας φοιτητών ανά διδάσκοντα, καθώς υπάρχουν ΑΕΙ με μέση τιμή του δείκτη 19 και άλλα με τιμή 77. Η μέση αναλογία της χώρας βρίσκεται στο 30 για τους ενεργούς προπτυχιακούς φοιτητές και στο 46 για τους εγγεγραμμένους προπτυχιακούς φοιτητές. Η αντίστοιχη μέση αναλογία για τις χώρες της Ε.Ε. είναι 13, δηλαδή 33 μονάδες μικρότερη από την ελληνική.
• Οι κάτοχοι πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι κατά τι λιγότεροι σε ποσοστό από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Επομένως, τα υψηλά ποσοστά φοιτητικού πληθυσμού για τη χώρα μας δεν μετατρέπονται και σε υψηλά ποσοστά πτυχιούχων εξαιτίας των χαμηλών ρυθμών αποφοίτησης. «Η χώρα πρέπει να εστιάσει στο χρόνιο αυτό φαινόμενο, να προσδιορίσει τις αιτίες ώστε να εφαρμόσει κατάλληλη στρατηγική για την εξάλειψη του φαινομένου», παρατηρεί η έκθεση. Και προσθέτει: «Η μαζική παραγωγή των αποφοίτων σε επιστημονικούς κλάδους που αντιμετωπίζουν, ήδη, ανεργία δεν πρέπει να συνεχιστεί. Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρώπης με το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης και αντίστοιχα, με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας σε πτυχιούχους».
• Η θέση των ελληνικών ΑΕΙ στις διεθνείς κατατάξεις το 2022 εμφανίζεται ελάχιστα βελτιωμένη μόνο για 3 ή 4 ΑΕΙ από το σύνολο των 25. Για τα περισσότερα ΑΕΙ εμφανίζεται ελαφρώς επιδεινωμένη συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.
• Τα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών αντιμετωπίζουν, συχνά, κάποιες αδυναμίες, οι οποίες είναι κοινές και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται, παρακολουθούνται και αναθεωρούνται. Σημαντικές ελλείψεις παρουσιάζονται και στην παρακολούθηση και διαχείριση του μαθησιακού περιβάλλοντος, αλλά και την επάρκεια και ανανέωση του διδακτικού προσωπικού. Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα Ιδρύματα για τη βελτίωση των προγραμμάτων σπουδών τους εξακολουθούν να είναι: α) Τα θέματα σχεδιασμού, δομής και στελέχωσής τους με διδακτικό προσωπικό. Οι κυριότερες αδυναμίες των προγραμμάτων αφορούν το συχνά παρωχημένο αντικείμενο μαθημάτων με πολλές επικαλύψεις, την έλλειψη ενθάρρυνσης των φοιτητών για βελτίωση των επιδόσεων, την απομόνωση από κοινωνικούς εταίρους, την έλλειψη εξωστρέφειας και το ελλιπές δίκτυο συνεργασιών, την πρόχειρη και ανεπίκαιρη διατύπωση του οδηγού σπουδών. β) Η ποιότητα του μαθησιακού περιβάλλοντος, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει αδυναμίες ως προς την επάρκεια υποδομών, αισθητικής, ασφάλειας και υπηρεσιών για τους φοιτητές. Οι συχνότερες αδυναμίες του μαθησιακού περιβάλλοντος σχετίζονται με τις υποδομές, που θα πρέπει να βελτιωθούν/επεκταθούν και να συντηρηθούν, το ανεπαρκές αριθμητικά προσωπικό υποστήριξης, το έλλειμμα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, τη μειωμένη χρηματοδότηση, τα θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εγκαταστάσεων και τη διασύνδεση με την αγορά εργασίας.
• Μάλιστα, η ΕΘΑΑΕ εξακολουθεί να διαπιστώνει την ανάγκη ορισμένων προγραμμάτων σπουδών για πλήρη αναδιάρθρωση στο αντικείμενο και τη δομή. Αρκετά προγράμματα εμφανίζουν οριακή ελκυστικότητα σε υποψηφίους και διαθέτουν ελλιπές διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό σε συνδυασμό με τη συχνή έλλειψη συνάφειας μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων των διδασκόντων και των μαθημάτων που διδάσκουν.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΗ – Απόστολος Λακασάς