Το υπουργείο Παιδείας, με πρόσφατη εγκύκλιό του, προειδοποίησε ότι δεν θα υπάρξει καμία περαιτέρω ανοχή σε παράνομες προσπάθειες παρεμπόδισης της Αξιολόγησης των προς μονιμοποίηση νεοδιορισμένων εκπαιδευτικών, αλλά και στην άρνηση συμμετοχής σε αυτήν. Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι όποιος εκπαιδευτικός ή στέλεχος εκπαίδευσης αποπειραθεί κάτι από τα δύο, θα υποστεί τις προβλεπόμενες από τη σχετική νομοθεσία επιπτώσεις (π.χ. στέρηση μισθού και υπηρεσιακής εξέλιξης).
Το ύφος και το περιεχόμενο της εγκυκλίου καθιστούν σαφές ότι το υπουργείο «βάζει το πιστόλι πάνω στο τραπέζι». Αποτελεί κοινοτοπία να θυμίσουμε ότι, όποιος το κάνει, πρέπει να είναι αποφασισμένος να τραβήξει και τη σκανδάλη, εφόσον χρειαστεί. Διαφορετικά, θα το πράξει ο αντίπαλός του «σκοτώνοντάς τον» με το ίδιο του το όπλο. Στην περίπτωσή μας αυτή είναι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που οργανώνει βίαιες επιδείξεις δύναμης έξω από τα σχολεία και «ιδεολογικά ντους» κατά της αξιολόγησης στους Συλλόγους Διδασκόντων εντός τους, απειλώντας ότι όσοι τολμήσουν να αξιολογήσουν ή να αξιολογηθούν «θα δουν τι θα πάθουν» ως «προδότες», ενίοτε με επιχειρήματα σπρωξιές και λοιδορίες. Απώτερη επιδίωξή της να δείξει ποιος «κάνει κουμάντο» στα σχολεία.
Ποιο είναι το διακύβευμα;
Γιατί το πραγματικό διακύβευμα της σαραντάχρονης και πλέον διαμάχης μεταξύ των πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας για την αξιολόγηση, δεν είναι, βέβαια, αυτή καθαυτή η αξιολόγηση. Ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι η αξιολόγηση δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Στέκει μάθημα χωρίς τελική αξιολόγηση για το τι στο καλό έμαθαν οι μαθητές και αν ο διδάσκων εξάντλησε τις πιθανότητες να το διδάξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
Οποιες δικαιολογίες και να αραδιάζουν τα μέλη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας όταν καλούνται στα ΜΜΕ να δικαιολογήσουν την εμμονική αντίρρησή τους στην αξιολόγηση εκπαιδευτικών και μαθησιακών αποτελεσμάτων (π.χ. PISA), κάτι τέτοιο δεν στέκει. Απλώς η ρητορική τους αφήνει με το στόμα ανοιχτό τον μέσο πολίτη, που αναρωτιέται: τι στο καλό εμποδίζει, δεκαετίες τώρα, το υπουργείο και δεν τελειώνει με αυτό το πανηγύρι;
Εκείνο που δεν κατανοεί εύκολα ο μέσος πολίτης είναι ότι πίσω από τη διαμάχη για την αξιολόγηση στην Εκπαίδευση λανθάνει η διαπάλη για τον έλεγχό της. Μοιάζει, όντως, παράξενο να ισχυρίζεται κάποιος ότι το υπουργείο Παιδείας διαχρονικά δεν ελέγχει τι συμβαίνει στα σχολεία της χώρας και στο διοικητικό σύστημα της Εκπαίδευσης εν γένει, αλλά έτσι είναι. Και αυτό γιατί μεγάλο μέρος όσων διαδραματίζονται στην Εκπαίδευση περνά από τον έμμεσο ή άμεσο έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε σε ενιαίο «σώμα», ανεξάρτητα από τις επιμέρους κομματικές αναφορές των παρατάξεών της.
Πρόκειται για ένα άτυπο αλλά λειτουργικό «δίκτυο» που μέχρι πρόσφατα έλυνε και έδενε μέχρι και στις επιλογές στελεχών εκπαίδευσης, με «ανταλλαγές» και «διευκολύνσεις» παντός τύπου, διαμέσου του ελέγχου των Υπηρεσιακών Συμβουλίων (ΥΣ), που αποφασίζουν για την τύχη των εκπαιδευτικών. Εχει υποστεί κάποιες ήττες (π.χ. απομάκρυνση αιρετών από τα Υπηρεσιακά Συμβούλια επιλογής στελεχών), αλλά εξακολουθεί να διοικεί δι’ «αντιπροσώπων».
Αυτοί δεν είναι άλλοι από τα ίδια τα διοικητικά στελέχη, η πλειονότητά των οποίων ήταν, πριν φορέσουν το «πουκάμισο» του διοικητικού, συνδικαλιστές του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος ή διατηρούν ακατάλυτους δεσμούς μαζί του. Δηλαδή, συνδικαλιστής σήμερα, διευθυντής αύριο και τούμπαλιν. Οπότε και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν υποχωρεί. Αντιθέτως, επειδή αναγνωρίζει ότι στην περίπτωση γενίκευσης και εμπέδωσης της αξιολόγησης ως κουλτούρα του εκπαιδευτικού συστήματος, θα σημάνει και το τέλος της παντοδυναμίας της, αντιδρά λυσσαλέα ακόμα και στο άκουσμα της λέξης «αξιολόγηση».
Εξάλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια οι Εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες έχουν αναγάγει την αντίθεση στην αξιολόγηση σε προμετωπίδα των αιτημάτων τους. Παραμελώντας εμφανώς αυτά του πυρήνα της συνδικαλιστικής δράσης (π.χ. γλίσχροι μισθοί, συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα των νέων εκπαιδευτικών, κ.ά.), εμμένοντας μονότονα σε επιπλέον διορισμούς και μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Οταν η χώρα κατατάσσεται στους πρωταθλητές χαμηλής αναλογίας μαθητών /εκπαιδευτικών. Κατανοητό, αφού επιδίωξή τους δεν είναι παρά η διεύρυνση ενός κακοπληρωμένου και προς τούτο ευήκοου σε κραυγές ακροατηρίου.
Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ
Βέβαια, το γεγονός ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία λύνει και δένει στο εσωτερικό της εκπαίδευσης δεν οφείλεται στις ιδιαίτερες ικανότητες ή στην ευφυΐα των στελεχών της. Προκλήθηκε και διαιωνίζεται από χρόνιες αδυναμίες, τραγικά λάθη, ενίοτε παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος των πολιτικών ηγεσιών για το τι πραγματικά «παράγει» το ελληνικό σχολείο, και τη σταθερή «συνεργασία» τους με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία – παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Συνθήκη που ενισχύεται από τη χρόνια υποχρηματοδότηση του συστήματος.
Στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων και πλέον δεκαετιών οι πολιτικές ηγεσίες όχι μόνο παραμέλησαν την επαγγελματική ανάπτυξη και υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών, άλλα έκαναν και «συμφερτικά» οικονομικά παιχνίδια μαζί τους. Ετσι, αντικατέστησαν (1982) το σύστημα υπηρεσιακής εξέλιξης των εκπαιδευτικών και αυτό της επιλογής στελεχών διά της ατομικής αξιολόγησης, με την αυτόματη μισθολογική προαγωγή (αρχαιότητα) και την επιλογή τους επί θητεία σε θέσεις στελεχών από τα ΥΣ, όπου η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είχε το πάνω χέρι. Σύστημα που ταυτόχρονα μπορεί ψυχολογικά να ανακούφισε από το άγχος της αξιολόγησης, αλλά υπέταξε τη διοίκηση της εκπαίδευσης σε κομματικά παιχνίδια και μείωσε συνολικά τις απολαβές των εκπαιδευτικών.
Επιπλέον, κάθε φορά που πραγματοποιούνταν επιλογές στελεχών, αυτές γίνονταν με «νέο» νόμο, κομμένο και ραμμένο στο προφίλ του ακροατηρίου του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Ετσι, η αξιολόγηση εξέπεσε σε αχρηστία και στις συνειδήσεις των εκπαιδευτικών θεωρήθηκε πρακτικά άχρηστη, πιθανώς ένα είδος «ηθικής» και μόνο επιβράβευσής τους.
Με δυο λόγια, αφού η αξιολόγηση δεν έχει την παραμικρή πρακτική επίπτωση στους εκπαιδευτικούς, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία «βρίσκει έδαφος» να πραγματοποιεί επιδείξεις δύναμης διασύροντάς την, ως δήθεν προσπάθεια «ιδεολογικής ποδηγέτησης από το κράτος», δανειζόμενη, ανεξαρτήτως παρατάξεων, τη ρητορική «αντίστασης» σε αυτό από τις παρατάξεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που δρουν στο εσωτερικό της. Γι’ αυτό ο μέσος πολίτης, όταν ακούει ένα συνδικαλιστικό στέλεχος της ΔΑΚΕ να μιλάει, εκπλήσσεται γιατί νομίζει ότι μιλάει ο… Μάο.
Και όλα αυτά επειδή ποτέ και καμία πολιτική ηγεσία δεν τόλμησε το αυτονόητο: να διασυνδέσει την επαγγελματική και υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών με το καθήκον της Πολιτείας να αξιολογεί με τα όργανά της –που έχει περιβάλει με απαραίτητο κύρος– αν ένας εκπαιδευτικός είναι καλός στη δουλειά του, αν δηλαδή μαθαίνει γράμματα και διαπαιδαγωγεί σωστά τους μαθητές του.
Τι ισχύει και τι πρέπει να αλλάξει
Ετσι, στην εκπαίδευση μπορεί κάποιος σήμερα να είναι δάσκαλος σε ολοήμερο σχολείο και αύριο να θητεύει ως στέλεχος πρώτης γραμμής, χωρίς ποτέ κανείς να έχει αποφανθεί ότι έκανε στοιχειωδώς τη δουλειά του. Φτάνει να έχει μια καλή συλλογή «χαρτιών», που συνήθως έχει πληρώσει από την τσέπη του για να αποκτήσει, και, το σημαντικότερο, να διατηρεί καλές σχέσεις με το άτυπο «δίκτυο» της συνδικαλιστικής-κομματικής γραφειοκρατίας που διοικεί την εκπαίδευση.
Αφού, λοιπόν, το υπουργείο Παιδείας έβαλε, και σωστά, το πιστόλι πάνω στο τραπέζι για να τελειώνουμε με τις ασχημοσύνες έξω και μέσα στα σχολεία με αφορμή την αξιολόγηση, πρέπει να το γεμίσει και με τις κατάλληλες «σφαίρες»: τη γενναία αναμόρφωση του συστήματος αξιολόγησης, διοίκησης και οικονομικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών και τη διασύνδεσή τους. Ακολουθούν τα άμεσα κίνητρα (και οικονομικά) για τους νέους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να αξιολογηθούν και πετυχαίνουν καλές βαθμολογίες, ως αντίβαρο στους μισθούς αναξιοπρέπειας και πείνας που έχουν.
Μόνο έτσι η αξιολόγηση θα αποκτήσει νόημα στα μάτια των εκπαιδευτικών που δεν πάσχουν από κομματικές νευρώσεις, και ο λόγος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας θα πέφτει στο κενό. Τα «ηθικά» επιχειρήματα τού τύπου «με την αξιολόγηση γίνεσαι καλύτερος δάσκαλος» λίγη αξία έχουν. Οι εκπαιδευτικοί είναι επαγγελματίες, όχι ιεραπόστολοι.
Τα συμπαρομαρτούντα των προηγουμένων, αυτονόητα. Με γλίσχρους προϋπολογισμούς για την Εκπαίδευση, που φτάνουν μόνο για τους σημερινούς μισθούς, δεν θα πάμε μακριά ως χώρα. Οπως δεν θα πάμε μακριά και με το ισχύον βαρύ και «ακαδημαϊκό» νομικό πλαίσιο για την αξιολόγηση (νόμος Κεραμέως). Τα επάγγελμα του δασκάλου είναι ένα σύνολο κοινά παραδεκτών πρακτικών, που εγγυώνται ότι η προσφερόμενη διδασκαλία στους μαθητές βρίσκεται από ένα ορισμένο επίπεδο και πάνω και είναι αποτελεσματική, δηλαδή παράγει μαθησιακά αποτελέσματα. Αυτές τις πρακτικές οφείλει να εξετάζει η αξιολόγησή του. Οι επί χάρτου θεωρητικές, ακαδημαϊκές υποθέσεις περί του «ορθού» της διδασκαλίας έχουν ελάχιστη ως μηδενική αξία στην πράξη.
Κλείνοντας, και με δυο λόγια: αν αποδεχθούμε ως αληθές ότι το πραγματικό διακύβευμα της υλοποίησης διαδικασιών αξιολόγησης είναι ποιος ασκεί την εξουσία στην Εκπαίδευση, όπως δείχνει η ακατανόητη αλλά λυσσώδης αντίσταση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σε αυτήν, το υπεύθυνο υπουργείο Παιδείας, για να κερδίσει το χαμένο παιχνίδι εξουσίας οφείλει να ξαναμοιράσει συνολικά την τράπουλα στην Εκπαίδευση. Εκ βάθρων. Κάτι που, περιέργως πώς, θα έχει ευεργετική επίδραση και στην ποιότητα του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών. Αφού τότε μόνο θα πάψει να κυνηγά το «φάντασμα της αξιολόγησης» και θα επικεντρωθεί στα πραγματικά προβλήματα των εκπαιδευτικών και του σχολείου.
Εξάλλου, ο συνδικαλισμός είναι σημαντικότατος θεσμός της δημοκρατίας και τέτοιος πρέπει να ξαναγίνει, εγκαταλείποντας τον μέχρι τώρα έντονο χαρακτήρα κοινωνικού κορπορατισμού που έχει προσλάβει στον δημόσιο τομέα στη χώρα μας. * Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Πηγή: Protagon.gr