Επιλογή Σελίδας

Ολοι θέλουν να κάνουν μεταπτυχιακό! Πλέον οι προπτυχιακές σπουδές θεωρούνται η βάση για το χτίσιμο των ακαδημαϊκών προσόντων, αλλά η πρακτική δείχνει πως δεν επαρκούν. Πολλοί πτυχιούχοι θεωρούν σίγουρο ότι θα κάνουν και ένα μεταπτυχιακό μετά την αποφοίτησή τους, ώστε να είναι πιο ανταγωνιστικοί στην αναζήτηση μιας καλής θέσης εργασίας. Ετσι, καταγράφεται αύξηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και φοιτητών στην Ελλάδα. Μάλιστα, υπάρχουν πολλά περιθώρια ανάπτυξης των μεταπτυχιακών στην Ελλάδα, καθώς το μερίδιο των μεταπτυχιακών στο σύνολο των φοιτητών κατατάσσει τη χώρα μας στην τελευταία θέση της Ε.Ε.

Ειδικότερα, η οξεία οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα, ως φαίνεται, αποτέλεσε ορόσημο για την αύξηση των μεταπτυχιακών σπουδών. Το 2010 στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών πανεπιστημίων σπούδαζαν 31.071 φοιτητές. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2016, ο αριθμός αυξήθηκε σε 52.948 και το 2019 σε 78.518. Δύο χρόνια μετά, το 2021, ο αριθμός αυξήθηκε σε 84.248. Μέσα σε ένα χρόνο, το 2022 ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών αυξήθηκε κατά σχεδόν 11.000, φθάνοντας τους 94.931. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, οι μεταπτυχιακοί το 2022 αποτελούσαν το 11,25% του συνόλου των φοιτητών των ελληνικών πανεπιστημίων, ενώ την προηγούμενη χρονιά το μερίδιό τους ήταν 10,5%.

Η χώρα μας έχει το χαμηλότερο ποσοστό μεταπτυχιακών φοιτητών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. – Πρώτη η Κύπρος (46,44%) και ακολουθεί η Ιταλία (37,95%).

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα απέχει πολύ από τα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς το μερίδιο των μεταπτυχιακών φοιτητών στην Ευρώπη είναι κατά μέσον όρο 29,18%. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η Κύπρος είναι πρώτη με 46,44% και ακολουθεί η Ιταλία με 37,95%.

Ανάλογη είναι η αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, τα ελληνικά πανεπιστήμια σήμερα προσφέρουν συνολικά 923 προγράμματα, ενώ το 2021 λειτουργούσαν 828 μεταπτυχιακά και το 2016 περίπου 600. Βεβαίως, υπάρχει και η παράμετρος του οφέλους για τα ελληνικά πανεπιστήμια, καθώς από τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών εισρέουν κονδύλια στα ταμεία των ιδρυμάτων, ενώ ενισχύονται και οι μηνιαίες απολαβές των διδασκόντων. Σήμερα τα δίδακτρα κυμαίνονται από 1.500 έως και 10.000 ευρώ ετησίως.

Το υπουργείο Παιδείας, μάλιστα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του για ενίσχυση της εξωστρέφειας και της καινοτομίας των ελληνικών ΑΕΙ αλλά και του περιορισμού της φυγής των Ελλήνων πτυχιούχων στο εξωτερικό, προσφέρει 62 εκατ. ευρώ στα ΑΕΙ για να συνάψουν κοινά μεταπτυχιακά με ξένα, εγνωσμένου κύρους, πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τα μεταπτυχιακά αυτά θα είναι κοινά (joint master ή dual master) σε νέα αντικείμενα που δεν παρέχονται ήδη από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ μεταξύ των στόχων του προγράμματος είναι η δημιουργία νέων επιστημονικών κατευθύνσεων που θα είναι πλέον στη διάθεση των υποψηφίων. Οπως λέει το υπουργείο, «με τη σύναψη τέτοιων εκπαιδευτικών συμφωνιών αναμένεται να επιτευχθεί η παροχή εκπαίδευσης σε αντικείμενα για τα οποία μέχρι σήμερα είναι απαραίτητη η μετάβαση φοιτητών στο εξωτερικό, θα ενδυναμωθεί η απασχόληση των Ελλήνων πανεπιστημιακών ερευνητών σε τομείς και αντικείμενα που η υφιστάμενη κατάσταση της αγοράς δεν διασφαλίζει την ανταγωνιστική προσέλκυσή τους, θα περιοριστεί η φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, ενώ θα ενισχυθεί σημαντικά η προοπτική επιστροφής διακεκριμένων Ελλήνων επιστημόνων στη χώρα μας».

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΑπόστολος Λακασάς