Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ παρουσίασε στο Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης –στο πλαίσιο ειδικής εκδήλωσης με θέμα: «Εκπαίδευση και απασχόληση: Μεγέθη, τάσεις και εξελίξεις»– την «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση» με τίτλο: «Οι τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ-28, Μέρος Β’, 2019-2020».
Η «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση» αποτελεί μια ερευνητική προσπάθεια του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ που ξεκίνησε το 2004 και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα. Ειδικότερα η φετινή Έκθεση αποτελεί τη συνέχεια του Α΄ μέρους που δημοσιεύτηκε πέρυσι με τίτλο «Τα εκπαιδευτικά συστήματα στην ΕΕ-28».
Στο εν λόγω Μέρος Β΄, της φετινής Ετήσιας Έκθεσης για την Εκπαίδευση 2019-2020, μέσα από μια εξαιρετικά περιεκτική επεξεργασία στατιστικών στοιχείων και σύνθεση έγκριτων ερευνητικών πηγών, αυτό που καταδεικνύεται είναι η διαπίστωση πως η χώρα χρειάζεται άμεσα ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμό του παραγωγικού της μοντέλου με στόχο την επείγουσα διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για έξοδο από την κατάσταση της «παραγωγικής γήρανσης» στην οποία έχει περιέλθει εδώ και πολλά χρόνια. Κι αυτό γιατί πέρα των πολλαπλών κρίσεων που ταλανίζουν τόσο τη χώρα όσο και τον κόσμο ευρύτερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, ελλοχεύει πλέον ένας ακόμα αναδυόμενος κίνδυνος που σχετίζεται με μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση. Είναι προφανές πως, για την αντιμετώπισή της, ιδίως οι δείκτες της πρωτογενούς παραγωγής, υποδηλώνουν ότι εμφανιζόμαστε εξαιρετικά αδύναμοι και προφανώς «ανοχύρωτοι».
Πιο συγκεκριμένα, τα κύρια ευρήματα της έρευνας έχουν ως ακολούθως:
α) Στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα στον κλάδο της γεωργίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28 σε απόδοση παραγωγής, γεγονός που συνδέεται ευθέως και με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία). Χαμηλές είναι οι αποδόσεις και στους υπόλοιπους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες), ωστόσο παρατηρείται παράλληλα ότι όπου οι εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μέση ή και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) οι αποδόσεις παραγωγής παρουσιάζουν βελτιωμένη εικόνα.
β) Ο δομικός μετασχηματισμός, η ανασυγκρότηση και η ποιοτική αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας κρίνονται απολύτως αναγκαία, αν ληφθεί υπόψη ότι στους 15 πιο δυναμικούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται κάποιος από τους κλάδους της κατηγορίας «Έρευνα και Ανάπτυξη» (Research and Development), καθώς και ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να κατατάσσεται και πάλι στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ-28 στον σχετικό δείκτη (Δείκτης ψηφιακής έντασης – DII) τόσο ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων (27η θέση) όσο και ως προς τη διαβάθμισή τους σε μικρές (28η θέση), μεσαίες (21η θέση) ή μεγάλες (26η θέση).
γ) Σε σύνδεση με το προαναφερθέν, από την Έκθεση προκύπτει επίσης ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική 2η θέση στην ΕΕ-28 σε ό,τι αφορά το «δείκτη επιχειρήσεων χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δραστηριότητες συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (CVT)», εύρημα που καταδεικνύει το διαχρονικό έλλειμμα κουλτούρας –από πλευράς επιχειρήσεων– στο να επενδύουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του. Επιπρόσθετα, από την Έκθεση προκύπτει ότι η χώρα βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ-28 στην κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, με ένα 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 5-8) να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων (ISCO08: 4 έως και 9). Δυστυχώς η εν λόγω παθογένεια, την ίδια στιγμή που απαξιώνει τα προσόντα και τις δεξιότητες του εγχώριου εργατικού δυναμικού –τα οποία επί της ουσίας αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα με δημόσιους πόρους και θυσίες των ελληνικών νοικοκυριών– συμβάλλει με τον τρόπο της και στην επίταση του φαινομένου της μετανάστευσης των υπερεκπαιδευομένων στο εξωτερικό.
δ) Τέλος, τα 2/3 των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (περίπου 67%) είναι έντασης εργασίας, χαμηλών αμοιβών και υψηλών ρίσκων (στον πρωτογενή κυρίως τομέα) και μόνο το 1/3 είναι έντασης γνώσης. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στη χαμηλή προστιθέμενη αξία που εμφανίζει σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικότητας στη χώρα.
Ο πλήρης τόμος (pdf) της Ετήσιας Έκθεσης για την Εκπαίδευση 2019-2020 (Μέρος Β΄) εδώ
Πηγή: ΚΑΝΕΠ -Γ.Σ.Ε.Ε.