Επιλογή Σελίδας

1. Βασικοί δείκτες

Πηγές: Eurostat (UOE, LFS, COFOG)· ΟΟΣΑ (PISA). Περαιτέρω πληροφορίες διατίθενται στο παράρτημα Ι και στην ΕΡΓΑΛΕΙΟΘΗΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ. Σημειώσεις: Ο μέσος όρος της ΕΕ για τις επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου το 2018 με βάση το PISA δεν περιλαμβάνει την Ισπανία· ο δείκτης που χρησιμοποιείται (ECE) αναφέρεται σε προγράμματα προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας τα οποία θεωρούνται από τη Διεθνή Πρότυπη Ταξινόμηση της Εκπαίδευσης (ISCED) ως «εκπαιδευτικά» και, ως εκ τούτου, αποτελούν την πρώτη βαθμίδα εκπαίδευσης στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης — επίπεδο ISCED 0· ο δείκτης ισότητας δείχνει τη διαφορά στο ποσοστό των χαμηλών επιδόσεων στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες (συνδυαστικά) σε άτομα ηλικίας 15 ετών μεταξύ του χαμηλότερου και του υψηλότερου τεταρτημορίου της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης· b = διακοπή στη χρονοσειρά, d = ο ορισμός διαφέρει, e = εκτιμώμενο, u = χαμηλή αξιοπιστία: = μη διαθέσιμο, 09 = 2009, 13 = 2013, 18 = 2018, 20 = 2020.
Πηγή: ΓΔ Εκπαίδευσης, Νεολαίας, Αθλητισμού και Πολιτισμού, βάσει στοιχείων της Eurostat (LFS 2021, UOE 2020) και του ΟΟΣΑ (PISA
2018).

2. Έμφαση στη συμπερίληψη και την ισότητα στην εκπαίδευση

Περίπου οι μισοί από τους μειονεκτούντες μαθητές στην Ελλάδα έχουν χαμηλές επιδόσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ποιότητα και η ισότητα της εκπαίδευσης πρέπει να βελτιωθούν. Το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, ιδίως των μειονεκτούντων παιδιών κάτω των 4 ετών, οδηγεί σε εκπαιδευτικές ανισότητες. Οι ανισότητες αυτές επηρεάζουν τις μελλοντικές εκπαιδευτικές προοπτικές και ανάπτυξη των παιδιών (diaΝΕΟsis 2021). Ένας στους πέντε μαθητές παρουσίασε χαμηλές επιδόσεις και στα τρία μαθήματα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας PISA 2018 — σοβαρή υποεπίδοση. Όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Σχεδόν οι μισοί μαθητές στην Ελλάδα από το χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο δεν διαθέτουν βασικές δεξιότητες κατανόησης κειμένου σε σύγκριση με μόλις έναν στους επτά μαθητές από το υψηλότερο τεταρτημόριο. Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι περίπου οι μισοί μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών επιτυγχάνουν χαμηλά αποτελέσματα σε σύγκριση με έναν στους τρεις μαθητές που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Την ίδια ανησυχία προκαλεί και η πρόσβαση των παιδιών μεταναστών στη μεταδευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μόνο ένα στα πέντε άτομα ηλικίας 25-34 ετών που έχουν γεννηθεί εκτός της ΕΕ διαθέτει τίτλο προσόντων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (έναντι του μέσου όρου της ΕΕ που είναι 34,7 %). Το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο είναι ιδιαίτερα χαμηλό στην Ελλάδα, αλλά ο κίνδυνος πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου ήταν 7,8 φορές υψηλότερος μεταξύ των νέων που γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ (30 %) απ’ ό,τι μεταξύ των νέων που γεννήθηκαν στην ΕΕ. Ο αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομία είχε επίσης σοβαρές αλυσιδωτές επιπτώσεις στις προοπτικές των νέων ενηλίκων, ιδίως στις προοπτικές όσων εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο.

Τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των μαθητών Ρομά υπολείπονται κατά πολύ σε σχέση με εκείνα των συνομηλίκων τους. Η Ελλάδα έχει σημαντικό πληθυσμό Ρομά1. Η πιο πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καταγράφει κάποια βελτίωση, αλλά οι μαθητές Ρομά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις στην εκπαίδευση. Μόνο το 16 % απ’ αυτούς ολοκληρώνει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σύγκριση με το 95,7 % του συνολικού πληθυσμού. Περίπου το ένα τρίτο των παιδιών Ρομά φοιτούν σε σχολεία όπου το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των συμμαθητών τους είναι Ρομά (από 48 % το 2016)2. Καταβάλλονται προσπάθειες σε εθνικό επίπεδο, ιδίως για την ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα μαθητών από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Μεταξύ του διαστήματος 2020 και 2022, η Ελλάδα συμμετείχε σε ένα έργο Erasmus+ με τίτλο «Σχολεία χωρίς αποκλεισμούς για τους Ρομά». Το έργο περιλάμβανε δραστηριότητες ανάπτυξης ικανοτήτων και εκπαιδευτικής διαμεσολάβησης, στο οποίο συμμετείχαν 200 εκπαιδευτικοί, 50 διαμεσολαβητές εκπαίδευσης Ρομά και 20 σχολεία.

Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα ισχυρό και χωρίς αποκλεισμούς εκπαιδευτικό σύστημα. Διαθέτει εξειδικευμένους και πολύ αφοσιωμένους εκπαιδευτικούς, μαθητές ηλικίας 15 ετών με ισχυρό αίσθημα ότι ανήκουν στο σχολείο (ΟΟΣΑ, 2019) και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου στην ΕΕ. Όλοι οι μαθητές παρακολουθούν παρόμοιο πρόγραμμα σπουδών έως την ηλικία των 16 ετών και υπάρχει εκπαίδευση δεύτερης ευκαιρίας για όσους εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Η εκπαίδευση είναι δωρεάν, συμπεριλαμβανομένης της διανομής σχολικών βιβλίων. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της ΕΕ3 που παρέχουν οικονομική στήριξη σε εκπαιδευτικούς σε μειονεκτούντα σχολεία. Ωστόσο, η παρακολούθηση και η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα επωφελές για τους μειονεκτούντες μαθητές. Στην χώρα, παρατηρείται μέτρια ισότητα στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, όπως αξιολογήθηκε στο πρόγραμμα PISA 2015. Παρά τη γεωγραφία της Ελλάδας, μόνο το 3,5 % των δημοτικών σχολείων και το 6 % των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χαρακτηρίζονται ως «δυσπρόσιτα» από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (Υπουργείο Παιδείας) (Roussakis, 2017).

Υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση για την ενίσχυση της συμπερίληψης και της ισότητας στην εκπαίδευση. Οι εθνικές αρχές της Ελλάδας καταβάλλουν προσπάθειες για την αντιμετώπιση του σύνθετου ζητήματος της εκπαίδευσης χωρίς αποκλεισμούς και της ισότητας στην εκπαίδευση σε επίπεδο νομοθεσίας, πολιτικής και εφαρμογής. Το Μέσο Τεχνικής Υποστήριξης της ΕΕ (Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης του 2021) στηρίζει την Ελλάδα στην εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, θέτοντας τη συμπερίληψη στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η μεταρρύθμιση αποσκοπεί στην κάλυψη των ποικίλων αναγκών των εκπαιδευομένων, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, των προσφύγων και των σπουδαστών από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Έχει σχεδιαστεί ένα πλαίσιο για εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς και παράλληλα η συμπεριληπτική εκπαίδευση και η ισότητα στην εκπαίδευση καλύπτονται στα διάφορα εθνικά έγγραφα πολιτικής. Πολυάριθμα προγράμματα υλοποιούνται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), όπως το Erasmus+ «Inclusive schools for Roma» (Σχολεία χωρίς αποκλεισμούς για τους Ρομά), τα προγράμματα της UNICEF «Μονοπάτι για όλα τα παιδιά στην εκπαίδευση» και προγράμματα για πολύγλωσσα περιβάλλοντα. Η επέκταση της προσχολικής εκπαίδευσης κατά 2 έτη σε όλους τους ελληνικούς δήμους το 2021/2022 αποτέλεσε θετικό βήμα, καθώς οι βάσεις για ίσες ευκαιρίες τίθενται στο ξεκίνημα της εκπαίδευσης. Η δημιουργία 50 νέων πρότυπων και πειραματικών σχολείων κατά το σχολικό έτος 2021/2022 άνοιξε επίσης τον δρόμο προς μια προσβάσιμη εκπαίδευση για όλους.

Η Ελλάδα επενδύει στην εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς και στην ισότητα μέσω χρηματοδότησης της ΕΕ. Το ψηφιακό χάσμα περιέπλεξε τα πράγματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ4, το 2020 πάνω από το 20 % των μαθητών στην Ελλάδα που ανήκαν στο κατώτερο κοινωνικοοικονομικό τεταρτημόριο δεν διέθεταν υπολογιστή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για τα σχολικά μαθήματα (ΟΟΣΑ, 2020α) (NESET, 2021). Ο μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) της ΕΕ αποσκοπεί στην αντιμετώπιση αυτού του χάσματος και έχει ήδη παράσχει ψηφιακό εξοπλισμό σε περισσότερους από 500 000 μαθητές και σπουδαστές βάσει εισοδηματικών κριτηρίων5 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2021). Το πρόγραμμα επεκτάθηκε πρόσφατα και στους εκπαιδευτικούς. Η παρεχόμενη στήριξη περιλαμβάνει την ανάπτυξη ψηφιακού περιεχομένου προσβάσιμου σε όλους, εξοπλισμό για όλα τα σχολεία, στήριξη για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και τις ψηφιακές υπηρεσίες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2021). Η Ελλάδα διαθέτει 1 223 εκατ. EUR στην εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου+ (ΕΚΤ+). Το ποσό αυτό διατίθεται επίσης για τη στήριξη ατόμων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Περίπου 360 εκατ. EUR από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης θα βελτιώσουν την πρόσβαση στην εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς μέσω υποδομών και εξοπλισμού. Το πρόγραμμα «Ορίζων 2020» συμβάλλει επίσης στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων και του αποκλεισμού στα σχολεία (Cordis 2020).

Πηγή: ΟΟΣΑ, PISA 2018.
Πλαίσιο 1: Ορθή πρακτική: Πρόγραμμα «Εκπαίδευση για την Ένταξη» (Teach4integration)

Το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας δημιούργησε ένα πρόγραμμα κατάρτισης εκπαιδευτικών διάρκειας 400 ωρών σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και την UNICEF-Ελλάδα, βοηθώντας περισσότερους από 1 600 εκπαιδευτικούς στη διαχείριση της γλωσσικής και πολιτιστικής πολυμορφίας στα σχολεία. Το πρόγραμμα αποτελεί μέρος της πρωτοβουλίας «Όλα τα παιδιά στην Εκπαίδευση», η οποία αναπτύχθηκε σε συνεργασία με το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το πρόγραμμα επενδύει στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών με σκοπό την προώθηση της ένταξης και μιας νοοτροπίας χωρίς αποκλεισμούς στα σχολεία

Παρέχεται κατάρτιση σε διάφορους τομείς, όπως η διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας σε πρόσφυγες και παιδιά που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών, η ψυχοκοινωνική υποστήριξη και η χρήση ψηφιακών εργαλείων.

Κύριος στόχος του προγράμματος είναι να διασφαλιστεί ότι όλα τα παιδιά πρόσφυγες/μετανάστες έχουν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας και χωρίς αποκλεισμούς εκπαίδευση.

Πηγή: https://www.teach4integration.gr/

3. Προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα

Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην ΕΕ όσον αφορά τη συμμετοχή στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα (ηλικιακή ομάδα 3 ετών και άνω), αλλά σημειώνει καλύτερες επιδόσεις για την ηλικιακή ομάδα 4 ετών και άνω. Το 2020 μόνο το 71,3 % των παιδιών ηλικίας 3 ετών έως την ηλικία έναρξης της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης συμμετείχε στην προσχολική εκπαίδευση, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 93 % και τον στόχο του 96 % σε επίπεδο ΕΕ έως το 2030. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να φοιτούν στο σχολείο στην ηλικία των 4 ετών. Το 2020 μόνο ένα στα τρία παιδιά συμμετείχε στην προσχολική εκπαίδευση στην ηλικία των 3 ετών, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 87,8 %. Πολλά περισσότερα παιδιά φοιτούν στην προσχολική εκπαίδευση από την ηλικία των 4 ετών και άνω, που αποτελεί την έναρξη της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης (86,5 %). Το 2020 η Ελλάδα σημείωσε μία από τις πιο αξιοσημείωτες βελτιώσεις6 στην ΕΕ, με αύξηση κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2019 (ηλικίες 3+ και 4+). Αυτό ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της σταδιακής μείωσης της ηλικίας έναρξης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην ηλικία των 4 ετών, η οποία ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2021/2022. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται περιορισμοί χωρητικότητας και ελλείψεις εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο Παιδείας προσπάθησε να τις προβλέψει εγκαίρως και να διασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία των σχολείων κατά το σχολικό έτος 2022/2023, διορίζοντας έγκαιρα 25 000 εκπαιδευτικούς για όλες τις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των μόνιμων διορισμών για εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής.

Η σύσταση εθνικού συμβουλίου για την προσχολική εκπαίδευση αποτελεί ένα βήμα προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά την προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα (ΠΕΦ). Το εθνικό συμβούλιο7 συστάθηκε το 2022 σύμφωνα με το εθνικό πλαίσιο για την προσχολική εκπαίδευση των παιδιών ηλικίας 0-4 ετών. Θα παρακολουθεί την ποιότητα των βρεφονηπιακών σταθμών και νηπιαγωγείων, τον εκσυγχρονισμό και τη βέλτιστη εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων και την παρακολούθησή τους, καθώς και την κατάρτιση εξειδικευμένου προσωπικού — μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 125 000 ώρες κατάρτισης εκπαιδευτικών — καθώς και την αξιολόγηση και τον διορισμό τους. Για να εξασφαλιστεί η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, απαιτείται μια ολιστική στρατηγική για την ΠΕΦ από 0 έως 6 ετών, μέχρι την είσοδο των μικρών παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Θα πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η οικονομική προσιτότητα για όλους.

Δείτε την υπόλοιπη έκθεση εδώ.

Κατεβάστε όλη την έκθεση εδώ.

Πηγή: European Commission