Οι έρευνες δείχνουν ότι το υψηλό οικογενειακό εισόδημα σημαίνει για τα παιδιά καλύτερα σχολεία, καλύτερες σπουδές και τελικά καλύτερα αμειβόμενη εργασία. Μπορεί να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος;
Μπορούν τα λεφτά να αγοράσουν την ευτυχία; Διαχρονικό το ερώτημα. Μπορούν σίγουρα να διασφαλίσουν τα μέσα για το κυνήγι της ευτυχίας με καλύτερες αξιώσεις. Τεκμηριωμένα, η οικονομική επιφάνεια είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τις προοπτικές στον στίβο της εκπαίδευσης, καθώς το εκκαθαριστικό μιας οικογένειας είναι σε θέση να παράσχει συγκριτικό πλεονέκτημα ή μειονέκτημα στην άντληση της γνώσης. Τα στερεότυπα όμως είναι για να σπάνε.
Η κατάρτιση στη νεαρή ηλικία μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στη ζωή ενός ανθρώπου. Τα άτομα με πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση συνήθως τοποθετούνται καλύτερα στη διεκδίκηση θέσεων εργασίας και απολαβών. Εκθέσεις διακρατικών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, εξακριβώνουν ότι η συμμετοχή στην ανώτατη εκπαίδευση ενισχύει τις προοπτικές απασχόλησης του ατόμου και είναι παράμετρος η οποία καθορίζει το εισόδημα που θα εισπράξει πιο μετά στη ζωή του. Το διαχρονικό αυτό συμπέρασμα αποκτά ξεχωριστή σημασία σήμερα, καθώς η ταχύτητα της αυτοματοποίησης και η διείσδυση εφαρμογών υψηλής τεχνολογίας –βλέπε Τεχνητή Νοημοσύνη– ανεβάζουν τον πήχη στις δεξιότητες που εκ των πραγμάτων θα συνοδεύουν τα επαγγέλματα στο κοντινό μέλλον. Έχουν όμως όλοι τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε πανεπιστήμια που κάνουν τη διαφορά για την είσοδο στην αγορά εργασίας;
Πορτοφόλι και Πανεπιστήμιο
Διεθνείς μελέτες καταδεικνύουν ότι η οικονομική ευχέρεια διευρύνει τις δυνατότητες ποιοτικής εκπαίδευσης, που με τη σειρά της πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες για μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία. Με άλλα λόγια, τα παιδιά των εύπορων οικογενειών είθισται να εκπαιδεύονται σε καλύτερα σχολεία. Επιπλέον, είναι σε θέση να επιμηκύνουν τις σπουδές τους, συχνά με μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα σε φημισμένα πανεπιστήμια στο εξωτερικό. Έχουν έτσι υψηλότερες πιθανότητες να εφοδιαστούν με καλύτερες γνωστικές δεξιότητες και άρα αποκτούν προβάδισμα στον επιμερισμό της εργασίας.
Παγκόσμιες στατιστικές έχουν καταγράψει ότι οι φοιτητές με προνομιούχo υπόβαθρo συνήθως έχουν και γονείς με προνομιούχo υπόβαθρo. Εξάλλου, κατά μέσο όρο στις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, ένα άτομο ηλικίας 20-34 ετών έχει 4,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο αν οι γονείς του έχουν εκπληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχει υπολογιστεί επίσης ότι το εισόδημα των γονέων είναι σε θέση να καθορίσει το εισόδημα των παιδιών κατά ποσοστό που εκτείνεται από 40% έως και 70%. Ως αποτέλεσμα, σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό, όπως αυτός προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, από γενιά σε γενιά διαιωνίζονται τα υψηλά εισοδήματα και εγκλωβίζονται τα χαμηλά εισοδήματα. Ενίοτε, το να είσαι εύπορος μπορεί να λειτουργήσει και από μόνο του ως προσόν για την είσοδο στην ελίτ των πανεπιστημίων.
Μια ομάδα οικονομολόγων με έδρα το Χάρβαρντ τεκμηρίωσε, έπειτα από σχετική έρευνα, ότι κάποια από τα πιο ξακουστά πανεπιστήμια στις ΗΠΑ εδώ και χρόνια είναι γεμάτα με τα παιδιά των εύπορων οικογενειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι 1 στους 6 φοιτητές ανήκει στο υψηλότερο 1% σε όρους εισοδήματος· πάνω από 600.000 δολάρια τον χρόνο. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι φοιτητές που αιτήθηκαν την εγγραφή τους στα τοπ αμερικανικά πανεπιστήμια, και έγιναν αποδεκτοί, δεν είχαν υψηλότερες ακαδημαϊκές βαθμολογίες. Είχαν όμως υψηλότερες μη ακαδημαϊκές βαθμολογίες που σχετίζονταν με εφόδια πέρα από τη γνώση αυτή καθαυτή. Επομένως, ικανότητες και ταλέντα υπάρχουν σε όλες τις εισοδηματικές και κοινωνικές κλίμακες. Το ζητούμενο είναι να αναδειχθούν μέσα από ίσες ευκαιρίες, δηλαδή με πολιτικές που θα αυξήσουν τη συμμετοχή των οικονομικά ασθενέστερων σε εκπαίδευση υψηλής ποιότητας.
Ευκαιρίες για αλλαγή κατηγορίας
Αν εξετάσει κανείς τις διεθνείς πρακτικές, ένας τρόπος να περιορίσεις τις ανισότητες για την πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι τα οικονομικά κίνητρα στα ίδια τα πανεπιστήμια, παρέχοντας κεφάλαια με στόχο την εγγραφή φοιτητών από υποεκπροσωπούμενες πληθυσμιακές ομάδες. Σε χώρες όπως η Αυστραλία έχουν εφαρμοστεί ευρέως προγράμματα όπου τα πανεπιστήμια λαμβάνουν ασφάλιστρα χρηματοδότησης για φοιτητές που έχουν χαμηλό εισόδημα, μειονεκτική κοινωνική θέση ή ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές.
Άλλα εργαλεία αφορούν τη χρηματοδότηση των ίδιων των φοιτητών μέσω κρατικής οικονομικής βοήθειας ή ευνοϊκών όρων δανειοδότησης. Αν και επικουρικός, μπορεί να αποδεικνύεται ουσιαστικός και ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών, με την εγκαθίδρυση προγραμμάτων διαρκείας για υποτροφίες. Ανάμεσα στις προτάσεις που έχουν καταθέσει στην Ελλάδα φορείς όπως το ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών) είναι επίσης πολιτικές για την ενίσχυση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, όπως και η παροχή πρόσθετων εκπαιδευτικών πόρων σε σχολεία με χαμηλές επιδόσεις.
Η αλήθεια είναι ότι η αποτελεσματικότερη ίσως πολιτική για την πρόσβαση στην εκπαίδευση –και κατ’ επέκταση στην καλά αμειβόμενη απασχόληση– με προεκτάσεις ακόμη και στο δημογραφικό είναι η αναβάθμιση της ποιότητας στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια. Στον βαθμό που οι επιλογές θα διευρύνονται και στον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης –έχουν ήδη δρομολογηθεί θεσμικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων– το χρέος της πολιτείας μετατοπίζεται ανάλογα στο πεδίο της χρηματοδότησης, με φορολογικά κίνητρα, επιδοτήσεις και χαμηλότοκα δάνεια.
Στον παράγοντα της κρατικής στήριξης σε έναν πραγματικά νευραλγικό τομέα, όπως η πρόσβαση στην εκπαίδευση, είχε αναφερθεί πρόσφατα –μιλώντας στην «Κ»– ο πρύτανης του Γέιλ, Περικλής Λιούις: «Προγράμματα που είτε καθιστούν τα δίδακτρα και το κόστος ζωής προσιτά είτε διευκολύνουν την αποπληρωμή δανείων μπορεί να είναι χρήσιμα. Οι δυνητικοί φοιτητές πρέπει επίσης να πειστούν για τα οικονομικά οφέλη που θα έχουν αν παρακολουθήσουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση αντί να εισέλθουν απευθείας στην αγορά εργασίας. Οι επαρκείς μισθοί για το διδακτικό προσωπικό μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην προσέλκυση ισχυρών υποψηφίων για διδασκαλία».
Το ποτήρι σχεδόν μισογεμάτο
Υπάρχουν, πάντως, λόγοι να αισιοδοξεί κανείς. Το 70% των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980 πέτυχε υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους γονείς του. Σε αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν δείκτη διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση, δηλαδή η σταδιοδρομία των παιδιών ανεξάρτητα από το ιστορικό των γονέων τους, η Ελλάδα κατατάσσεται 10η ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος. Βέβαια, η πιθανότητα για ένα παιδί με γονείς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου να λάβει θεαματικά υψηλή εκπαίδευση περιορίζεται στο 14% στην Ελλάδα, η οποία κατατάσσεται 31η. Εδώ θα πρέπει όμως να ληφθεί επίσης υπόψη ότι οι Έλληνες 15χρονοι καταγράφουν και συγκριτικά χαμηλότερες φιλοδοξίες να ακολουθήσουν επαγγέλματα υψηλού εισοδήματος. Στην Ελλάδα, μόλις το 22% των μαθητών δηλώνει ότι θα επιδιώξει να ακολουθήσει ένα τέτοιο επάγγελμα, έναντι 30% στις χώρες του ΟΟΣΑ – μέτρηση η οποία μας υπενθυμίζει ότι ο προσωπικός ζήλος που οδηγεί σε υψηλή στοχοθεσία είναι σε θέση να καθορίσει την έκβαση της σταδιοδρομίας, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Η καλή εκπαίδευση οδηγεί πιο συχνά σε υψηλό εισόδημα. Όμως το υψηλό εισόδημα κατοχυρώνει πιο συχνά την καλή εκπαίδευση. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Οι σημερινές ανισότητες στην εκπαίδευση είναι οι αυριανές ανισότητες στα εισοδήματα. Είναι ορατός ο κίνδυνος το σχολείο και το πανεπιστήμιο να συνεχίσουν να λειτουργήσουν ως ο βασικός μηχανισμός επαλήθευσης του επιχειρήματος ότι τα λεφτά πηγαίνουν στα λεφτά. Αυτά για τη μεγάλη εικόνα. Διότι σε κάθε κανόνα υπάρχει και η ατομική εξαίρεση.
Πηγή: Η Καθημερινή