Στα μεταπολιτευτικά χρόνια, η ανώτατη εκπαίδευση έχει γνωρίσει πολλές μεταρρυθμίσεις, άλλες ουσιαστικές και άλλες επιφανειακές. Σε κάθε περίπτωση, μια νομοθετική αλλαγή κρίνεται στην εφαρμογή της και εκ του αποτελέσματος. Παρά τις δυνάμεις αδράνειας, που χαρακτηρίζουν παγίως τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, τα πανεπιστήμια είναι ένας από τους πιο δυναμικούς και ανοιχτούς σε αλλαγές χώρους. Τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει άλματα στον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών, στα νέα γνωστικά αντικείμενα, στις μεθόδους διδασκαλίας, στην ερευνητική παραγωγή, στη διεθνοποίηση. Υπάρχουν όμως σοβαροί ανασταλτικοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν στα πανεπιστήμια να αναπτυχθούν σύμφωνα με το δικό τους σχέδιο, το στρατηγικό τους όραμα και τις πραγματικές τους ανάγκες σε οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους.
Η Ελλάδα έχει 23 πανεπιστήμια, τα οποία έχουν πολλά κοινά στοιχεία, αλλά και πολλές διαφορές: κεντρικά και περιφερειακά, μονοθεματικά και πολυεπιστημονικά, μεγάλου, μεσαίου και μικρού μεγέθους, παλαιά και νέα. Είναι αυτονόητο ότι κάποια μέτρα δεν μπορούν να εφαρμόζονται οριζόντια χωρίς αναλογική προσαρμογή σ’ αυτές τις ιδιαιτερότητες. Κι όμως, καμία ευελιξία δεν δίνεται από τον νόμο ως προς την εφαρμογή της εξοντωτικής γραφειοκρατίας σε κάθε πτυχή της ακαδημαϊκής ζωής, ανεξαρτήτως ιδιαιτεροτήτων, αναγκών και δυνατοτήτων. Αυτό αφορά και τις διαδικασίες για την ανάδειξη των πρυτανικών αρχών, οι οποίες με το νέο σύστημα είναι ατελέσφορες και διαλυτικές. Καταργήθηκε ένα ορθολογικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και στη θέση του επινοήθηκε ένα βυζαντινό μοντέλο, που ευνοεί τις αδιαφανείς συναλλαγές και παραλύει τα πανεπιστήμια επί μήνες. Το ζήσαμε και στα τρία μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας, αλλά και σε περιφερειακά, όπως του Αιγαίου και της Θεσσαλίας. Τα συμβούλια διοίκησης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν μέχρι στιγμής προσελκύσει τους διαπρεπείς επιστήμονες της διασποράς ούτε εξέχοντα μέλη της κοινωνίας πολιτών και των επιχειρήσεων. Και είναι λογικό αυτό, γιατί ο ρόλος των συμβουλίων θα έπρεπε να είναι συμβουλευτικός και όχι να διαβάζουν τα εντάλματα πληρωμών για τις κάθε μορφής δαπάνες και να αναλώνονται στη διοικητική καθημερινότητα. Για την αποτελεσματική διαχείριση χρειάζονται ευέλικτα όργανα, όπως το πρυτανικό συμβούλιο.
Η οικονομική κρίση έπληξε και τα πανεπιστήμια, τα οποία είδαν να συρρικνώνεται το διδακτικό και διοικητικό τους προσωπικό. Οι απώλειες δεν έχουν αναπληρωθεί. Αντιθέτως, το θεσμικό πλαίσιο δημιουργεί συνεχώς μεγαλύτερες ανάγκες σε προσωπικό, αυξάνοντας τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και πολλαπλασιάζοντας τις διοικητικές μονάδες. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το λεγόμενο εσωτερικό Erasmus, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα των φοιτητών να σπουδάζουν επί ένα εξάμηνο σε άλλο πανεπιστημιακό τμήμα με συναφές ή και μη συναφές γνωστικό αντικείμενο. Ενώ εκ πρώτης όψεως πρόκειται για μέτρο που ευνοεί την κινητικότητα και τις νέες εμπειρίες, είναι απολύτως ανεφάρμοστο και θα επιφέρει σοβαρές συνέπειες για τα περιφερειακά πανεπιστήμια. Η κινητικότητα θα πλήξει την περιφέρεια γιατί ελάχιστοι φοιτητές θα επιλέξουν π.χ. να πάνε στη Νομική Θράκης από τη Νομική Αθήνας. Αντιθέτως, τα κεντρικά πανεπιστήμια θα κληθούν να διαχειριστούν έναν τεράστιο όγκο αιτήσεων με τις ήδη υποστελεχωμένες γραμματείες τους. Η αναγνώριση μαθημάτων και η διανομή συγγραμμάτων ανάμεσα στα πανεπιστήμια θα γίνει μια πολύπλοκη εξίσωση, που απαιτεί πόρους που δεν διαθέτουν τα πανεπιστήμια.
Τέλος, τα πανεπιστήμια χάνουν και την ευκαιρία να προσελκύσουν διδάσκοντες από το εξωτερικό, όπως ήλπιζαν με το πρόγραμμα για τους επισκέπτες καθηγητές, το οποίο έχει καλή χρηματοδότηση. Ο όρος να υπάρχει σύμβαση με εταιρεία – επιχείρηση για να έρθει επιστήμονας του εξωτερικού σε ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο σημαίνει ότι μόνο γιατροί και ίσως μηχανικοί μπορούν να αξιοποιήσουν το πρόγραμμα. Αραγε, για ποιον λόγο αποκλείονται όλες οι άλλες επιστήμες; Δεν θα συνέβαλε στη διεθνοποίηση η προσέλκυση φυσικών, βιολόγων, πολιτικών επιστημόνων κ.ά.; Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο βρίσκεται παγιδευμένο σε έναν θεσμικό κυκεώνα, μια νομική Βαβυλωνία, που του στερεί την αυτονομία και περιστέλλει το αυτοδιοίκητο. Μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο μένουν μετέωρα λόγω άστοχου σχεδιασμού. Μήπως είναι ώρα να τα ξανασυζητήσουμε;
*Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ