Επιλογή Σελίδας

Τη συνεχή επιδείνωση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών και στα τρία γνωστικά αντικείμενα (μαθηματικά, φυσικές επιστήμες, κατανόηση κειμένου) της αξιολόγησης PISA καταγράφει το εβδομαδιαίο δελτίο της Eurobank «7 Ημέρες Οικονομία», επισημαίνοντας ότι αυτή είναι πολύ ισχυρότερη από την υποχώρηση των επιδόσεων των μαθητών των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, κατά μέσον όρο. Μάλιστα, αυτό συμβαίνει ενώ αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής των μαθητών σε υψηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Παράλληλα, ενώ μειώνεται το χάσμα μεταξύ των μαθητών που ανήκουν σε ανώτερα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αυτό συμβαίνει επειδή μειώνονται οι επιδόσεις της πρώτης κατηγορίας και όχι επειδή ανεβαίνουν αυτές της δεύτερης.

Οι αναλυτές της Eurobank προχώρησαν στη συγκεκριμένη μελέτη, με το σκεπτικό ότι η ποιότητα των γνώσεων που αποκτούν οι μαθητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν επηρεάζει μόνο τη μετέπειτα ακαδημαϊκή ή επαγγελματική τους πορεία, αλλά συνδέεται άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη. «Το υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων, καθώς και η δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού βελτιώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων και συντελούν στην αύξηση του εθνικά παραγόμενου προϊόντος».

Πλην, όμως, στην Ελλάδα τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Παρότι το 2022 περίπου ο μισός πληθυσμός (46,8%) είχε ολοκληρώσει την ανώτερη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και το 30,5% είχε πτυχίο πανεπιστημίου, έναντι 40,9% και 17,6% αντίστοιχα το 2004, φτάνοντας και ξεπερνώντας τα αντίστοιχα ποσοστά της Ε.Ε., στον δείκτη ανθρώπινου δυναμικού που μετράει την οικονομική απόδοση της εκπαίδευσης κατατάσσεται χαμηλά. Επίσης, στο πρόγραμμα PISA η χώρα συστηματικά επιτυγχάνει επιδόσεις κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, κάτι που δεν συμβαδίζει με το βελτιωμένο ποσοστό συμμετοχής σε ανώτερα επίπεδα εγκύκλιας εκπαίδευσης.

Οι αναλυτές επισημαίνουν την «ανάγκη συνολικού ανασχεδιασμού του εκπαιδευτικού συστήματος σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, αλλά κυρίως στη δευτεροβάθμια, αφού σ’ αυτήν οι μαθητές αποκτούν και καλλιεργούν μεγάλο μέρος των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων τους».

Μεταξύ άλλων προτείνουν αλλαγές στα εξής πεδία:

– Στην αξιολόγηση, όχι μόνο των εξεταζομένων αλλά και των εξεταζόντων. Η αξιολόγηση των μαθητών δεν θα πρέπει να αφορά την εκ μέρους τους στείρα αποστήθιση γνώσεων, αλλά την ικανότητά τους στην αντιμετώπιση σύνθετων ζητημάτων που απαιτούν συνδυασμό γνώσεων και ικανοτήτων. Παράλληλα, χρήσιμο θα ήταν στην αξιολόγησή τους να λαμβάνονται –τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό– υπόψη και οι ήπιες δεξιότητες που έχουν αναπτύξει (π.χ. επικοινωνία, συνεργασία, ενσυναίσθηση, ηγεσία).

– Στην αναδιαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας μαθημάτων που σχετίζονται με τις θετικές επιστήμες (π.χ. μαθηματικά, φυσική, γεωμετρία) και με τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών-ΤΠΕ.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ