Τα ΙΕΚ είναι κατά κύριο λόγο επιλογή των οικογενειών που διαθέτουν χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Το μερίδιο που έχουν οι δαπάνες παιδείας για τα νοικοκυριά αυτά είναι αναλογικά μεγαλύτερο συγκριτικά με ό,τι δίνουν τα μεγάλα βαλάντια. Γεγονός που υποδηλώνει τον ταξικό χαρακτήρα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερη αξία ενόψει της πρόθεσης της κυβέρνησης για θεσμοθέτηση μη κρατικών ΑΕΙ.
Ειδικότερα, μελέτη του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας –δημοσιοποιήθηκε χθες και βασίζεται σε επεξεργασία των τελευταίων στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής– δείχνει ότι οι δαπάνες των νοικοκυριών για τεχνολογικές και πανεπιστημιακές σπουδές παραμένουν στα ίδια επίπεδα τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικά, το 2019 και το 2018 ήταν 329 εκατ. ευρώ. Ήταν βέβαια υψηλότερες σε σχέση με το 2012 (κατά 6,2%, το 2012 οι δαπάνες ήταν 310 εκατ. ευρώ), αλλά δεν είναι το ρεκόρ της τελευταίας οκταετίας. Το 2014 οι ελληνικές οικογένειες έδωσαν 348 εκατ. ευρώ.
Το 2021 η δαπάνη των νοικοκυριών για μεταδευτεροβάθμια (δίδακτρα για ΙΕΚ) και πανεπιστημιακή εκπαίδευση (δίδακτρα για προπτυχιακές, μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα σε Ελλάδα και εξωτερικό) σε απόλυτες τιμές αυξανόταν ανάλογα με το εισόδημα του νοικοκυριού, δηλαδή όσο υψηλότερο το εισόδημα τόσο υψηλότερη και η δαπάνη του νοικοκυριού. Παρ’ όλα αυτά, η αναλογική επιβάρυνση των νοικοκυριών, δηλαδή το ποσοστό του εισοδήματός τους που δίνουν για μεταλυκειακή και τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι αντιστρόφως ανάλογη του εισοδήματός τους. Τα χαμηλής εισοδηματικής τάξης νοικοκυριά δίνουν πολλαπλάσιο ποσοστό του εισοδήματός τους για μεταλυκειακή και τριτοβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με τα υψηλότερης εισοδηματικής τάξης νοικοκυριά.
Οι ερευνητές του ΚΕΠΥ θέτουν στο κάδρο και το ζήτημα των ιδιωτικών κολεγίων, τα οποία έχουν βρεθεί στο επίκεντρο λόγω της πρόθεσης της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει μη κρατικά ΑΕΙ. Καθώς στην Ελλάδα τα κολέγια λειτουργούν ως παραρτήματα ευρωπαϊκών ΑΕΙ, θεωρείται ότι ο χώρος τους θα είναι ο πρώτος που θα επηρεαστεί από τη νέα σελίδα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και, όπως είναι σύνηθες, στις διεργασίες που γίνονται κατά τις περιόδους αλλαγών οι πιο ισχυροί εκκινούν από πλεονεκτική θέση. Έτσι, σύμφωνα με την έρευνα, το 2020 λειτουργούσαν στη χώρα 32 ιδιωτικά κολέγια, στα οποία φοιτούσαν περίπου 18.100 φοιτητές. Τα περισσότερα ιδιωτικά κολέγια συνεργάζονται σήμερα με πανεπιστήμια, κύρια, της Μ. Βρετανίας, παρέχοντας σπουδές κυρίως στην πληροφορική, στη διοίκηση επιχειρήσεων, στα οικονομικά, στην ψυχολογία, καθώς και στις καλλιτεχνικές σπουδές. Οι τίτλοι σπουδών που παρέχουν σε συνεργασία με πανεπιστήμια του εξωτερικού έχουν ισοδύναμα επαγγελματικά, αλλά όχι ακαδημαϊκά δικαιώματα με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων. Το 2020 ο κύκλος εργασιών των ιδιωτικών κολεγίων στη χώρα ήταν 46,7 εκατ. ευρώ, με τα 8 μεγαλύτερα κολέγια να απορροφούν το 89,4% των πωλήσεων του κλάδου. Κατά την πενταετία 2015-20 τα ιδιωτικά κολέγια σημείωσαν συνολικά κέρδη προ φόρου που ξεπέρασαν τα 16,5 εκατ. ευρώ.
Το ΚΕΠΥ μιλάει για πορεία υποβάθμισης των υλικών όρων που εξασφαλίζουν την καλή λειτουργία της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να διευκολυνθεί η ιδιωτικοποίησή της και τάσσεται κατά της θεσμοθέτησης μη κρατικών ΑΕΙ. Για το θέμα οι αντιδράσεις αρχίζουν σιγά σιγά μετά την ολοκλήρωση των χριστουγεννιάτικων διακοπών και την επανέναρξη λειτουργίας των ΑΕΙ. Ενδεικτικά, την Πέμπτη οργανώνονται συλλαλητήρια σε διάφορες πόλεις της χώρας (στην Αθήνα από τα Προπύλαια στις 12.00).
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – Απόστολος Λακασάς